Ύστερα από μια μακρά και θυελλώδη ζωή, γεμάτη αγώνες, δοκιμασίες, κοινωνική και πνευματική προσφορά, ο Μίκης Θεοδωράκης έφυγε δικαιωμένος και τιμημένος. Και φεύγοντας μας έκαμε ένα πολύτιμο δώρο: ένωσε τον Ελληνισμό σε κοινά αισθήματα πένθους, αναγνώρισης κι ευγνωμοσύνης.
Την ενότητα του Ελληνισμού επιδίωξε κι ο ίδιος, με λόγο και με πράξη, σ’ όλη τη διάρκεια της αγωνιστικής εποποιίας που υπήρξε ο βίος του· χωρίς ίχνος μνησικακίας για τους συγκυριακούς αντιπάλους και το επίσημο κράτος, που τον αδίκησαν.
Για το Μίκη η εθνική ενότητα δεν ήταν μόνο αίτημα της διονυσιακής ιδιοσυγκρασίας του , δεν ήταν μόνο ιδεολογική αντίρρηση απέναντι στον ανθρωποφάγο ανταγωνισμό, ήταν πρωτίστως πολιτισμικό βίωμα. Η αρχή της σύνθεσης και εναρμόνισης των αντιθέσεων υπήρξε το θεμέλιο του διαχρονικού ελληνικού πολιτισμού, σε πλήρη συστοιχία προς το φυσικό αρχέτυπο ιδεώδους ισορροπίας και αρμονίας που προσφέρει η ήμερη και ιλαρή ελληνική μεσογειακή φύση.
Η ενότητα ήταν και η τελευταία υποθήκη του προς τον ελληνικό λαό, στο Μήνυμα που απηύθυνε με αφορμή τη μεγαλειώδη Συναυλία που οργανώθηκε προς τιμήν του στο Παναθηναϊκό στάδιο, 24 Ιουνίου 2019. Με το Μήνυμά του θέλησε να κηρύξει – όπως γράφει – γενικό προσκλητήριο σε ό,τι πίστεψε περισσότερο στη ζωή του: στην ενότητα των Ελλήνων. Και να υπενθυμίσει ότι ο εθνικός διχασμός ήταν υπαίτιος για όλα τα δεινά που έζησε ο λαός μας· ενώ, αντίθετα, στις κορυφαίες στιγμές της ιστορίας μας, οι Έλληνες ενωμένοι εθαυματούργησαν. «Ενωθείτε! Μας χρειάζεται μια μακρά περίοδος ανάκαμψης, προόδου και αναγέννησης», είναι το αίτημα και το σύνθημα του ιστορικού αυτού κειμένου. «Είσαι Έλληνας! Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά!»
Πέντε χρόνια νωρίτερα, σε κείμενο με τίτλο: «Η αλήθεια για την Ελλάδα», που απευθύνει ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΔΙΕΘΝΗ ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ (12 Iαν. 2012), καταγγέλλει την επιβολή των Μνημονίων ως «μια διεθνή συνωμοσία με στόχο την ολοκλήρωση της καταστροφής της χώρας μας», μεθόδευση που παραβιάζει κατάφωρα το εθνικό και διεθνές δίκαιο και συνεπώς είναι παράνομη και άκυρη. Και καλεί τον ελληνικό λαό «να ξεσηκωθεί σύσσωμος για να τους εμποδίσει», γιατί αλλιώς «ο κίνδυνος για την εξαφάνιση της Ελλάδας είναι υπαρκτός».
Ο ίδιος δεν έλειψε ποτέ από τα μεγάλα προσκλητήρια της Ιστορίας. Πολέμησε τους Γερμανούς κατακτητές από τις τάξεις της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ· άντεξε τη φυλακή, τα βασανιστήρια και τις εξορίες του Εμφυλίου με αξιοπρέπεια, χωρίς να υπογράψει «Δήλωση»· απάντησε αγωνιστικά στις πολιτικές δολοφονίες της μετεμφυλιακής περιόδου μπαίνοντας επικεφαλής της Νεολαίας Λαμπράκη. Τον πρώτο μήνα της στρατιωτικής δικτατορίας ίδρυσε την αντιστασιακή οργάνωση Π.Α.Μ. (Μάιος 1967).
Ο Θεοδωράκης, τόσο ως εν ενεργεία πολιτικός (Βουλευτής 1964-1967, 1981-1990 – Υπουργός Επικρατείας 1990-1992) όσο και ως απλός πολίτης, έδειξε πάντα θαυμαστή πνευματική εγρήγορση και ετοιμότητα, να βγει και να καταγγείλει απερίφραστα, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, κάθε απόπειρα παραβίασης του δικαίου, της δημοκρατίας, της ανεξαρτησίας των λαών. Από το 1986 ως το 1992 οργάνωσε Επιτροπές ελληνοτουρκικής φιλίας και ανέλαβε το ρόλο του άτυπου πρεσβευτή ειρήνης μεταξύ ελληνικής και τουρκικής κυβέρνησης. Παράλληλα αγωνίζεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα των ελληνικών μειονοτήτων στην Αλβανία και την Τουρκία, για την απελευθέρωση Τούρκων ηγετών της Αντιπολίτευσης, για τα δίκαια του Κουρδικού λαού, για την υπόθεση Οτσαλάν αργότερα. Καταγγέλλει τον πόλεμο ενάντια στη Γιουγκοσλαβία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ, ενώ μεσολαβεί για την προσέγγιση Παλαιστινίων και Ισραηλινών. Στα χρόνια της ευρωπαϊκής Τρόικας (2010) δημιούργησε τη «ΣΠΙΘΑ», Κίνημα Ανεξάρτητων Πολιτών ενάντια στις ολέθριες μεθοδεύσεις των Μνημονίων. Και τάχθηκε ρητά και κατηγορηματικά υπέρ του ΟΧΙ στο Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015. Σε πλήρη αντίθεση προς το «πολιτικά ορθό» του 21ου αιώνα, εξακολούθησε ως το τέλος να σκέφτεται και να κρίνει με το δικό του μυαλό, ανεξάρτητα από τις κρατούσες απόψεις που διαμόρφωναν την ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη, με την οποία δεν εδίστασε ποτέ να διαφωνήσει.
Αλλά η μέγιστη προσφορά του Μίκη Θεοδωράκη ήταν στον τομέα του πολιτισμού. Ως γνήσιος φορέας του οικουμενικού ελληνικού πολιτισμού, θέτει στο επίκεντρο της δημιουργικής του προσπάθειας τα παγκόσμια προβλήματα και αιτήματα, το μέλλον του Ανθρώπου και του Κόσμου.
Για το υποβλητικό σε εμπνοή, εύρος και ποικιλομορφία έργο του Μίκη Θεοδωράκη διαθέτομε ένα αυθεντικό ερμηνευτικό κλειδί, το συγγραφικό του έργο, που είναι η λιγότερο γνωστή πλευρά της εκρηκτικής δημιουργικότητάς του: 53 συνολικά αυτόνομες εκδόσεις στα ελληνικά (βιβλία και μελέτες): κείμενα για τη μουσική, την τέχνη και τον πολιτισμό, κείμενα λογοτεχνικά (ποίηση – πεζογραφία), δοκίμια πολιτικού προβληματισμού και φιλοσοφικού στοχασμού.
Οι μελέτες του για την ελληνική μουσική διερμηνεύουν το στρατηγικό στόχο του συνθέτη, να δημιουργήσει μια αρμονική και αντιστικτική μουσική γλώσσα γνήσια ελληνική, βασισμένη στην ιδιοσυστασία της δημοτικής μουσικής μας παράδοσης και κατεξοχήν της κρητικής. Μέρος της ίδιας στρατηγικής ήταν η ανάδειξη και καταξίωση του κλασικού ρεμπέτικου τραγουδιού (παράδοση Τσιτσάνη-Βαμβακάρη-Παπαϊωάννου) με την έντεχνη καλλιέργεια του είδους, που το ανύψωσε στην περιωπή της μεγάλης τέχνης και το κατέστησε κύριο εκφραστή του λαϊκού κινήματος μιας ολόκληρης εποχής.
Στο πλαίσιο της προσπάθειας να προσφέρει αισθητική αγωγή στο λαό, έκαμε λαϊκό τραγούδι έργα μεγάλων ποιητών (Κάλβου, Σικελιανού, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσου κ.ά.) και δημιούργησε νέα είδη, κοντά στην έντεχνη λαϊκή μουσική, όπως το λαϊκό ορατόριο, τη μετασυμφωνική μουσική, το «τραγούδι-ποταμό», αλλά και νέες λειτουργικές πρακτικές, τους κύκλους τραγουδιών και τη λαϊκή συναυλία. Τα τραγούδια του συνοδεύουν και εμψυχώνουν τους αγώνες και τα οράματα των ανθρώπων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Τα λογοτεχνικά κείμενα του Θεοδωράκη αντιστοιχούν σε δύο κατηγορίες: τα ποιητικά του κείμενα, που είναι τα «τραγούδια» για μελοποίηση, και την πεντάτομη «μυθιστορηματική αυτοβιογραφία» του, Οι δρόμοι του Αρχάγγελου (1986-1995), το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της πολυδιάστατης συγγραφικής του παραγωγής, όπου ο ρεαλισμός εναλλάσσεται με τη μυθοπλασία, η πρακτική με τη πνευματική εμπειρία, η αφηγηματική με την ποιητική γλώσσα. Ο Θεοδωράκης αντιστρέφοντας τα καθιερωμένα διεθνή πρότυπα του αυτοβιογραφικού είδους, που δίνουν την έμφαση στην υποκειμενική εμπειρία και στη μοναδικότητα της ατομικής συνείδησης και αντίληψης των πραγμάτων, αναδεικνύει μέσω της υποκειμενικής εμπειρίας το αντικειμενικό και μέσω του ατομικού το κοινωνικό, σε πλήρη ομολογία με την ελληνική πολιτισμική παράδοση, που έχει ως άξονα την εναρμόνιση και ισορροπία ατομικών και κοινωνικών αξιών.
Το αίτημα της ενότητας και το αίτημα της αρμονίας συνιστούν τους δύο ομόλογους βιοκοσμοθεωρητικούς άξονες που ορίζουν το όραμα του Μίκη Θεοδωράκη. Όπως γράφει ο ίδιος, η Τέχνη, κυρίως, είναι η δύναμη που μπορεί να μεταφέρει μέσα μας το Νόμο που καθορίζει την Αρμονία του Σύμπαντος. Να συντονίσομε την εσωτερική μας αρμονία με την Παγκόσμια, αυτό είναι για κείνον ο υπέρτατος σκοπός της ύπαρξης.
Είναι δύσκολο να ξεχωρίσομε τα κείμενα πολιτικής από τα κείμενα πολιτισμικής θεωρίας, καθώς η πολιτική μέσα στη σκέψη του Θεοδωράκη είναι αυτονόητα έννοια υπάλληλη του πολιτισμού: το αξιακό πρότυπο του πολιτισμού ορίζει την κατεύθυνση και το περιεχόμενο της πολιτικής και όχι το αντίθετο (“Μαχόμενη κουλτούρα”). Γι’ αυτό, «η πολιτική δεν είναι ασχολία, δεν είναι επάγγελμα αλλά καθημερινό καθήκον κάθε πολίτη απέναντι στην πολιτεία» (Το Χρέος”). Το κλειδί σ’ αυτό το αξιακό σύστημα είναι η Ελευθερία και η σχέση της με τη Ζωή. Η αξία της ελευθερίας συναρτάται με δύο παράγοντες: με την προάσπιση της ανθρώπινης ιδιότητας («αν δεν έχεις ελευθερία, δεν μπορεί να λογαριάζεσαι άνθρωπος»), και με την ευθύνη του ατόμου απέναντι στο κοινωνικό σύνολο («Ελευθερία είναι η ευθύνη»). Πρόκειται και στις δυο περιπτώσεις για κοινωνικές αξίες μείζονος σημασίας, που επιβάλλουν τη θυσία της ατομικής ζωής στο όνομα της Ελευθερίας και του Ανθρώπου. Που θα πει ότι χωρίς ελευθερία η ζωή δεν είναι ζωή κι ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος. Και αντίστροφα, η θυσία της ελευθερίας για την προστασία της ζωής, που σήμερα περνά ως αυτονόητο, για τον διαχρονικό ελληνικό πολιτισμό ήταν και είναι αδιανόητο! Εδώ είναι το σημείο που η βιοθεωρία του Μίκη συναντά και ανακαταφάσκει το σύστημα αξιών του 1821, όπως αυτό συμπυκνώνεται στο σύνθημα «Λευτεριά ή Θάνατος», που οδήγησε στη θαυματουργία της Επανάστασης και της Εθνεγερσίας, που γιορτάζομε αυτή τη χρονιά.
Το έργο του Μίκη Θεοδωράκη εμπεριέχει όλες τις αξίες που συνιστούν την ελληνική πολιτισμική παράδοση. Μ` αυτά τα πρότυπα και μ` αυτές τις αξίες κέρδισε την παγκόσμια αναγνώριση. Κι ο ίδιος εξέφρασε αυθεντικά τη ζώσα συνείδηση της Ρωμιοσύνης. Και βρήκε, φεύγοντας, τον τρόπο να μπει στη μνήμη και στην καρδιά όλων μας και να γίνει η φωνή της συνείδησής μας, που μας καλεί να σώσομε την Ελλάδα από έναν επικείμενο αφανισμό· όχι τόσο γιατί είναι δική μας, γιατί είμαστε εμείς, όσο γιατί κατέχει, ως πολιτισμική παράδοση, το εναλλακτικό πρότυπο για τον καταρρέοντα Δυτικό πολιτισμό.