Το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»[1]* είναι περισσότερο γνωστό στο διεθνές κοινό ως «Ζορμπάς ο Έλληνας», από τον ψευδότιτλο που καθιέρωσαν οι πρώτες αγγλικές εκδόσεις, του 1952 (Λονδίνο) και του 1953 (Νέα Υόρκη). Ο τίτλος αυτός υπομνηματίζει το έργο με μια ορισμένη σημασιοδότηση: ο Ζορμπάς αντιπροσωπεύει το χαρακτηριστικό τύπο νεοέλληνα, που ενσαρκώνει την ελληνική λαϊκή κουλτούρα. Η φιλολογική κριτική, από την άλλη μεριά, έχει δώσει έμφαση στις ιδεολογικές συναρτήσεις του έργου, συσχετίζοντας την προβληματική και τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος με την επίδραση της νιτσεϊκής φιλοσοφίας. Υπάρχει λοιπόν ένα ερμηνευτικό πρόβλημα που πρέπει να συζητήσομε. Η ταύτιση του Ζορμπά με το χαρακτηριστικό τύπο του νεοέλληνα έχει στ' αλήθεια αντικειμενική βάση ή μήπως πρόκειται για ένα πλασματικό χαρακτήρα, που υλοποιεί ορισμένες προκλητικές θέσεις της νιτσεϊκής “ανθρωπολογίας”;
Τα πράγματα ασφαλώς δεν είναι μονοσήμαντα και μια φιλότιμη δειγματοληψία σε επίπεδο επιφάνειας θα μπορούσε κάλλιστα να προμηθεύσει επιχειρήματα τόσο για τη μια όσο και για την άλλη άποψη. Στη δική μας αντίληψη, το λογοτεχνικό έργο είναι ένα οργανωμένο σύστημα και απαιτεί μια σφαιρική ερμηνεία, θεμελιωμένη σε σημασιακές δομές βάθους, που διαπερνούν και διαρθρώνουν το μυθιστόρημα ως ενιαίο σύμπαν. Μια τέτοια σημασιακή δομή είναι η συνάρτηση ανάμεσα στις έννοιες φύση και πολιτισμός, η οποία προσφέρει ένα δόκιμο κριτήριο για να διακρίνομε την ελληνική λαϊκή κουλτούρα τόσο από τα δυτικά όσο και από τα ανατολικά πρότυπα σκέψης.[2] Μ' αυτό το κριτήριο, η αντίληψη της ισοδυναμίας των δύο όρων (φύση = πολιτισμός) δηλώνει ότι οι αξίες του πολιτισμού δεν είναι σε αντίθεση αλλά σε αρμονία προς τις φυσικές αξίες· που σημαίνει ότι η ανθρώπινη ζωή και συμπεριφορά είναι σύμμετρη προς τα πρωτογενή φυσικά κίνητρα και αιτήματα. Η αντίληψη αυτή αποτελεί το θεμέλιο του νεοελληνικού πολιτισμικού προτύπου. Χαρακτηριστικός κώδικας του δημοτικού τραγουδιού, τόσο στο πεδίο της μυθολογίας όσο και της εικονοπλασίας, ο κώδικας φύση = πολιτισμός καθιερώνεται με το έργο του Σολωμού και στη νεοελληνική προσωπική ποίηση και έκτοτε λειτουργεί, μέσα στη λογοτεχνία μας, ως διακριτικό στοιχείο πολιτισμικής εντοπιότητας.[3] Έχει καμιά σχέση ο Καζαντζάκης και το υπό μελέτη έργο του μ’ αυτό τον κώδικα; Ας το εξετάσομε:
«Χαρά στον άνθρωπο, συλλογίζουμαι, που αξιώθηκε, προτού πεθάνει, ν’ αρμενίσει το Αιγαίο. Πολλές χαρές έχει ο κόσμος ετούτος [...] μα νά ’ναι χινόπωρο τρυφερό και να σκίζεις το πέλαο ετούτο, μουρμουρίζοντας τ’ όνομα του κάθε νησιού, θαρρώ δεν υπάρχει χαρά που να βυθίζει περισσότερο την καρδιά του ανθρώπου στην Παράδεισο».
(Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, 1981: 27)
Η ιδέα της φύσης ως επίγειου παραδείσου συνδυάζεται με το βίωμα της ευδαιμονίας, δηλ. με την αίσθηση ότι η φύση προσφέρει στον άνθρωπο τις ιδεώδεις προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση της ύπαρξής του. Το βίωμα αυτό επανέρχεται μέσα στο έργο του Καζαντζάκη:
«Αύγουστος μήνας, ο πιο ανοιχτοχέρης κι αγαπημένος, με τις αγκάλες φορτωμένες μελωμένα πωρικά και σεριανίζει στα μποστάνια και στ’ αμπέλια, πασαλειμμένος με κατακάθια του κρασιού, με διπλά προγούλια και τριπλές κοιλιές, με ορθή ουρά, άγιος Σάτυρος, μεγάλη η χάρη του! […] Ετούτοι είναι οι ντόπιοι, οι αληθινοί θεοί μας οι αθάνατοι· πώς μπόρεσαν κάτω από τέτοιο φως, ομπρός σε τέτοια θάλασσα, ανάμεσα σε τέτοια βουνά, να γεννηθούν και να προκόψουν άλλοι θεοί, χωρίς κοιλιά, χωρίς χαρά, χωρίς αμπελόφυλλα στα μελίγγια; Και πώς μπόρεσαν οι γιοι κι οι θυγατέρες της Ελλάδας να πιστέψουν σ’ έναν Παράδεισο διαφορετικό από τον Παράδεισο ετούτης της γης;»
(Αναφορά στον Γκρέκο, 1961: 582-583)
Στο βίωμα της φύσης ως εγκόσμιου παραδείσου ενυπάρχει η αντίληψη της ενότητας του ανθρώπου με τη φύση και τις ζωικές αξίες, που δεν αφήνει περιθώρια διάκρισης ή αντιδιαστολής του ανθρώπινου από το φυσικό, αλλά αντίθετα συνθέτει το μυθικό πλαίσιο ενός ενιαίου σύμπαντος· και παράλληλα, υποδηλώνει την εσωτερική αρμονία του ανθρώπου ως ψυχοσωματικής ενότητας. Ο Καζαντζάκης έχει σαφή συνείδηση ότι αυτός ο κώδικας αντιπροσωπεύει ένα διακριτικό στοιχείο του νεοελληνικού πολιτισμικού προτύπου, καθώς τη συμφιλίωση φυσικών και ηθικών αναγκών και αιτημάτων ο συγγραφέας την ανιχνεύει και την αναγνωρίζει στο επίπεδο της παράδοσης, μάλιστα της θρησκευτικής, όπως αυτή αποτυπώνεται στη βυζαντινή εκκλησιαστική εικονογραφία:
«ας είναι καλά τούτο το μικρό κόνισμα του χριστιανού αγίου με τα εφηβικά σγουρά μαλλιά, που κρέμονται γύρω από το μέτωπό του σα μαύρα τσαμπιά. Έλληνας Διόνυσος και άγιος Βάκχος έσμιγαν, είχαν το ίδιο πρόσωπο· κάτω από τ’ αμπελόφυλλα και τα ράσα τρικύμιζε το ίδιο λαχταριστό ηλιοκαμένο κορμί – η Ελλάδα».
(Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, 1981: 208)
Ο αφηγητής-συγγραφέας θαυμάζει σ' αυτό το εικόνισμα τη σύνθεση ελληνισμού και χριστιανισμού που πέτυχε η βυζαντινή τέχνη· μια σύνθεση όπου διασώζεται η ισορροπία των ηθικών και των ζωικών αξιών.
Το αίτημα της ισορροπίας υλικών και πνευματικών αξιών ο Καζαντζάκης το περιγράφει ως αίτημα που υπαγορεύεται από την ελληνική μεσογειακή φύση, όπου ύλη και πνεύμα συνυπάρχουν και συντίθενται ως πρωτογενή συστατικά ενός ενιαίου σύμπαντος. Μέσα σ' αυτό το σύμπαν δε χωρεί κανένας δυιστικός διχασμός του ανθρώπου σε σώμα και ψυχή, σε υλικά και ηθικά αιτήματα· η ενότητα υλικών και πνευματικών αξιών, που εγγυάται την ακεραιότητα και πληρότητα της ύπαρξης, επιβάλλεται ως αυταπόδεικτη πραγματικότητα:
«Μέσα στο φως της Ελλάδας, το σώμα δεν είναι τυφλή ακατέργαστη ύλη, πολλή ψυχή το διαπερνάει και το κάνει να φωσφωρίζει. [...] κι η ψυχή πάλι δεν είναι αόρατο είδωλο κι αγέρας· έχει πάρει κι αυτή από τη σιγουράδα και τη ζεστασιά του κορμιού και γεύεται με σαρκική λες χαρά τον κόσμο, σα νά’χε στόμα και ρουθούνια και χέρια να τον χαϊδέψει. Πολύ συχνά δεν αντέχει ο άνθρωπος να κρατήσει αλάκερή του την ανθρωποσύνη· κουτσουρεύεται· πότε θέλει ν’ απαλλαχτεί από την ψυχή του, πότε από το σώμα του· και τα δυο μαζί να τα χαίρεται του πέφτει βαρύ· μα εδώ στην Ελλάδα τα δυο ετούτα χαριτωμένα αιώνια στοιχεία μπορούν να συγκεραστούν να πάρει η ψυχή από το σώμα και το σώμα από την ψυχή και να φιλιώσουν· κι έτσι να μπορεί ο άνθρωπος στο θείο αλώνι της Ελλάδας να ζει και να πορεύεται ακέραιος». (Αναφορά στον Γκρέκο, 1961, 583-584)[4]
Η σύνθεση αυτή παραπέμπει, καθώς είπαμε, σε μιαν άλλη παραδοσιακή ελληνική αντίληψη, του ενιαίου σύμπαντος, αντίληψη που ανάγεται στην (προσωκρατική) αρχή του παγκόσμιου Μονισμού. Μέσα σ’ αυτό το ενιαίο σύμπαν, οι φυσικές αξίες μετασχηματίζονται σε αξίες κοινωνικές. Έτσι πραγματώνεται η εναρμόνιση φύσης και πολιτισμού, που αντιπροσωπεύει ένα από τα ουσιώδη γνωρίσματα πολιτισμικής εντοπιότητας.
Ο πιο χαρακτηριστικός ανθρώπινος τύπος, που υλοποιεί με τρόπο, θα λέγαμε, αρχετυπικό, αυτή την ενότητα ζωικών και κοινωνικών αξιών, φύσης και πολιτισμού, είναι ο μυθιστορηματικός ήρωας του Καζαντζάκη, ο Αλέξης Ζορμπάς:
«Κατάλαβα πως ο Ζορμπάς ετούτος είναι ο άνθρωπος που τόσον καιρό τον ζητούσα και δεν τον έβρισκα· μια ζωντανή καρδιά, ένα ζεστό λαρύγγι, μια ακατέργαστη μεγάλη ψυχή, που ακόμα δεν αφαλοκόπηκε από τη μάνα της, τη Γης. Τί θα πει τέχνη, έρωτας της ομορφιάς, αγνότητα, πάθος – ο εργάτης ετούτος μου το ξεδιάλυνε με τα πιο απλά ανθρώπινα λόγια.
(Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, 1981: 25)
Το διακριτικό γνώρισμα του Ζορμπά είναι ότι εκφράζει αυθεντικά και με παιδική κάποτε αφέλεια, τη σχέση αρμονίας με τη φύση και τις αξίες της. Αυτό γίνεται με δυο ομόλογους τρόπους, όπου δε χωρεί καμιά εξιδανίκευση. Είναι πρώτα απ’ όλα ο ίδιος φύση. Η στάση και η συμπεριφορά του ορίζεται σταθερά από τις πρωτογενείς ζωικές αξίες, που συνθέτουν την ύπαρξή του, την προσωπικότητά του, απαλλαγμένη από ωφελιμιστικά κριτήρια, από σκοπιμότητες ή έξωθεν επιβαλλόμενους απαγορευτικούς κώδικες. Αυθόρμητα και σαν αυτονόητα, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς και αμφιβολίες, πραγματώνει την ταύτιση ζωικών και κοινωνικών αξιών, ανεξάρτητα από υλικό κόστος. Για το Ζορμπά ό,τι είναι φυσικό είναι αυταπόδεικτα και ηθικό και ωραίο. Το κριτήριο για όλες τις αξίες είναι η φύση και τα αιτήματά της. Είναι αυτό που ο αφηγητής ονομάζει «πρωτόγονη ματιά που αδράχνει ψηλάθε σαϊτευτά τη θροφή της» (“Πρόλογος”, 1981: 7). Δεν πρόκειται ακριβώς για πρωτογονισμό, αλλά για ένα είδος κοινωνικοποίησης των ζωικών αξιών, που εναρμονίζει την κοινωνία και τον πολιτισμό με τη φύση· ό,τι δηλ. αποτελεί τον ενδόμυχο πόθο του διανοούμενου ενδοκειμενικού αφηγητή, ο οποίος βιώνει οδυνηρά το διχασμό τους. Όπως μαρτυρεί στον “Πρόλογο” ο ίδιος ο αφηγητής, «είχε ό,τι χρειάζεται ένας καλαμαράς για να σωθεί». Γι’ αυτό εξάλλου επιλέγει το Ζορμπά για σύντροφο στην επιχείρηση που σχεδιάζει· όχι γιατί πιστεύει πως θα του είναι χρήσιμος, αλλά για τη στάση ζωής που εκπροσωπεί, για τον τρόπο που αντιμετωπίζει και λύνει τα θεμελιώδη προβλήματα της ζωής, που ταλανίζουν το διανοούμενο. Τον διαλέγει προπάντων γιατί αντιπροσωπεύει ό,τι ακριβώς λείπει από τον ίδιο:
«Νοίκιασα σ' ένα κρητικό ακρογιάλι, προς το Λυβικό πέλαγο, ένα παρατημένο ορυχείο λιγνίτη και κατέβαινα τώρα στην Κρήτη, να ζήσω με απλούς ανθρώπους, εργάτες, χωριάτες, μακριά από τη συνομοταξία των χαρτοπόντικων. Ετοιμάστηκα να φύγω και ήμουν πολύ συγκινημένος, σα νά ’χε κάποιο πολύ κρυφό νόημα το ταξίδι μου ετούτο· μέσα μου είχα πάρει απόφαση ν’ αλλάξω στράτα. “Ως τώρα, ψυχή μου, έλεγα, έβλεπες τον ίσκιο και χόρταινες, τώρα σε πάω στο κρέας”.»
(Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, 1981: 20)
Όπως φαίνεται από το παράθεμα, το έργο αρθρώνεται πάνω σε δύο παράλληλους άξονες: ο ένας, ο φανερός, ορίζεται από τον πρακτικό σκοπό, που είναι η επιχείρηση του λιγνιτορυχείου, «στάχτη για τα μάτια του κόσμου»· ο άλλος, ο κρυφός, ορίζεται από τον ουσιαστικό σκοπό, που είναι η προσπάθεια του αυτοδιηγητικού αφηγητή «ν’ αλλάξει στράτα», να εγκαταλείψει το ρόλο του «χαρτοπόντικα» και να περάσει από «τον ίσκιο στο κρέας». Πίσω απ’ αυτούς τους όρους αναγνωρίζομε δύο πρότυπα ζωής και συμπεριφοράς, που το πρώτο σημασιοδοτείται αρνητικά και το δεύτερο θετικά. Οι όροι που αντιδιαστέλλουν αυτά τα δύο πρότυπα είναι καταρχήν οι βασικές ιδιότητες που ορίζουν τους δύο χαρακτήρες:
Αφηγητής-συγγραφέας Αλέξης Ζορμπάς
διανοούμενος εργάτης, χειρώνακτας
λόγιος συγγραφέας (καλαμαράς) λαϊκός άνθρωπος
θεατής της ζωής (χαρτοπόνικας) πρωταγωνιστής της ζωής
λογοκρατούμενος αυθόρμητος, ενστικτώδης
άνθρωπος της θεωρίας άνθρωπος της πράξης
Οι αντιτιθέμενες ιδιότητες και χαρακτηριστικά των δύο ανδρών εξειδικεύονται σταδιακά σε συγκεκριμένες στάσεις ζωής και συστήματα αξιών, που παίρνουν διαστάσεις φιλοσοφικής και κοσμοθεωρητικής αντιπαράθεσης, καθώς ο αυτοδιηγητικός αφηγητής ταλαντεύεται ανάμεσα σ’ αυτό που μέχρι τώρα αντιπροσώπευε τους θεωρητικούς προσανατολισμούς του και σ’ αυτό που αποκαλύπτει πως έχει στερηθεί και ποθεί να το ζήσει. Υπάρχει μια χαρακτηριστική μνεία στο πρώτο κεφάλαιο που αναδείχνει τον πνευματικό διχασμό του αφηγητή-ήρωα και τον συνδέει με συγκεκριμένες φιλοσοφικές αναφορές:
«Την παραμονή του μισεμού ψάχνοντας τα χαρτιά μου βρήκα ένα μισοτελειωμένο χειρόγραφο. Το ανασήκωσα στα χέρια μου, το ξεφύλλισα διστάζοντας. Δυο χρόνια τώρα στο σπλάχνο μου μια ταραχή, μια λαχτάρα μεγάλη, ένας σπόρος· ο Βούδας. Τον ένιωθα ακατάπαυτα μέσα μου, να τρώει, ν’ αφομοιώνει, να δένει. Και τώρα δε μού ’κανε καρδιά να τον πετάξω· δεν μπορούσα. Ήταν κιόλας πολύ αργά για μια τέτοια πνευματική αποβολή».
(Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, 1981: 20)
Τον ίδιο καιρό λοιπόν που ο αυτοδιηγητικός αφηγητής παίρνει την απόφαση να αλλάξει ζωή και ξεκινά για τη μεγάλη περιπέτεια στην Κρήτη, κυριαρχείται από τη βουδιστική φιλοσοφία και κυοφορεί ένα έργο που αντιπροσωπεύει μια ακραία εκδοχή του κοσμοθεωρητικού προσανατολισμού που συνιστά τον ένα πόλο του διχασμού του. Εδώ αποσαφηνίζονται τα στοιχεία μιας δεύτερης, αφανούς σύγκρουσης κοσμοθεωρητικού χαρακτήρα, μέσα στην ψυχή του αυτοδιηγητικού αφηγητή, που συνιστά το περιεχόμενο της Δοκιμασίας του. Ολόκληρο το κύριο μέρος, η περιπέτεια στο ερημικό ακρογιάλι της νότιας Κρήτης, γεμίζει από τη διαλεκτική αντιπαράθεση των δύο αντίθετων βιοκοσμοθεωρητικών προτύπων, μέσα από τους διαλόγους των δύο συντρόφων, τις προκλήσεις του περιβάλλοντος και του ίδιου του Ζορμπά, τις αντιδράσεις και τα σχόλια του αφηγητή. Η αντιπαράθεση συνοψίζεται σε ορισμένους βασικούς αντιθετικούς άξονες, που μέσα στο έργο εκφράζονται με πολλούς ομόλογους τρόπους. Τον ένα πόλο της αντιπαράθεσης ενσαρκώνει μόνιμα ο Ζορμπάς, με τα λόγια, τη στάση, τις επιλογές και τη δράση του. Τον άλλο πόλο συνθέτουν, ρητά ή υπαινικτικά, ο χαρακτήρας και οι αντιδράσεις του διανοουμένου και κυρίως τα φιλοσοφικά και κοσμοθεωρητικά του πρότυπα. Ειδικότερα, οι δυνάμεις που συγκρούονται είναι από τη μια, οι ζωικές αξίες που αντιπροσωπεύει η εκρηκτική προσωπικότητα του Ζορμπά και οι οποίες προϋποθέτουν ένα κοσμολογικό πλαίσιο μονιστικό· και από την άλλη, οι πνευματικές αξίες που αντιπροσωπεύει η βουδιστική κοσμοθεωρία (σε μια δυτικής έμπνευσης εκδοχή της), οι οποίες παραπέμπουν σ’ ένα δυιστικό κοσμολογικό πλαίσιο. Εδώ βρίσκεται και ο κύριος άξονας της αντιπαράθεσης, που επικαθορίζει όλους τους άλλους.
Ο Ν. Καζαντζάκης αναφέρεται συχνά στον «πέπλο της Μάγιας» και στο παραπλανητικό «περδικοπάνι», μυθικές και εικονιστικές εκφράσεις της βουδιστικής κοσμολογίας, σύμφωνα με την οποία ο ορατός κόσμος δεν έχει αντικειμενική υπόσταση, είναι μια οφθαλμαπάτη, ένα δημιούργημα του νου.[5] Η θέση αυτή έχει ως αυτονόητη συνέπεια την υποβάθμιση της ζωής και των φυσικών αξιών και τη μετατόπιση του κέντρου βάρους από τον αντικειμενικό κόσμο στη συνείδηση του υποκειμένου, που είναι η δημιουργός βούληση που πλάθει την εικόνα του κόσμου. Η οπτική αυτή απομακρύνει το συγγραφέα-αφηγητή από τις αξίες και χαρές της ζωής και τον οδηγεί στην εσωστρέφεια, που τροφοδοτείται από τη συναίσθηση ότι έχει τη δύναμη να πλάθει φανταστικούς κόσμους και ανθρώπινους χαρακτήρες και να τους κυβερνά κατά τη βούλησή του.
Αντίθετα, ο Ζορμπάς έχει ακλόνητη εμπιστοσύνη στην αντικειμενικότητα και στην αλήθεια αυτού του Κόσμου. Δεν τον αμφισβητεί και δεν αμφιβάλλει όπως ο συνομιλητής του. Έχει μια στάση ανυπόκριτου θαυμασμού για το θαύμα της φύσης. Την κοιτάζει με μάτια ορθάνοιχτα μικρού παιδιού, αχόρταγα, σα να τη βλέπει κάθε μέρα για πρώτη φορά. Με τη δική του εμπράγματη γλώσσα, διακηρύσσει ότι αυτός ο κόσμος συγκεντρώνει όλες τις αξίες και είναι το μοναδικό πεδίο ολοκλήρωσης και ευδαιμονίας του ανθρώπου. Γι’ αυτό είναι απόλυτα προσηλωμένος στη ζωή και απορρίπτει κάθε συμπεριφορά που άμεσα ή έμμεσα υπονοεί την υποβάθμιση ή την άρνηση του υπαρκτού κόσμου. Χαίρεται τη ζωή μ’ όλες του τις αισθήσεις, δίνεται ολόκληρος σε ό,τι κάνει, χωρίς υστεροβουλία.
– “Να πέφτεις όπου να ’ναι, με τα μούτρα ! Να πέφτεις με τα μούτρα στη δουλειά, στο κρασί, στον έρωτα και να μη φοβάσαι το Θεό, μήτε το διάολο. Αυτό θα πει παλικάρι !”
(Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, 1981: 278)
Αυτή η στάση, όσο κι αν εμφανίζεται ως εκδήλωση της ιδιαίτερης ατομικότητας του Ζορμπά, στην πραγματικότητα αναπαράγει πιστά το ανθρώπινο ιδεώδες της παραδοσιακής κοινότητας, όπως εκφράζεται στις κρητικές μαντινάδες που θα τραγουδήσει ο Ζορμπάς σε στιγμές ιδιαίτερης ευφορίας:
«̶ Ένα μακεδονίτικο σκοπό, της πατρίδας σου, Ζορμπά! είπα.
̶ Ένα κρητικό, της πατρίδας σου! έκαμε ο Ζορμπάς· θα σου τραγουδήσω μια μαντινάδα που μου την έμαθαν στο Κάστρο· από τη μέρα που την έμαθα άλλαξε η ζωή μου...
Σαν τη λογιάσεις μια δουλειά, όρτσα και μη φοβάσαι·
αμόλα τη τη νιότη σου και μήν τηνε λυπάσαι! »
Και παρακάτω, καθώς ανάβει το γλέντι:
«̶ Όρτσα, διάλε την πίστη του, κι όπου το βγάλει η βράση·
γιά που θα σιάσει μια δουλειά γιά που θα 'σιοχαλάσει! »
(Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, 1981: 189-90)[6]
Η αποκοτιά ως αξία καθεαυτήν, η ετοιμότητα να διακινδυνεύεις κάθε στιγμή τα πάντα – και την ίδια σου τη ζωή – χωρίς υστεροβουλία ή σκοπιμότητα και με οποιοδήποτε κόστος, είναι ο χρυσός κανόνας της παραδοσιακής λεβεντιάς, που οι κρητικοί την αποκαλούν, καμαρώνοντας, “κουζουλάδα”. Είναι η λαμπρότερη επιβεβαίωση της ελευθερίας του ανθρώπου. Και ο Ζορμπάς, σε κάθε κρίσιμη περίσταση, εκφράζεται με τη συνείδηση όχι του ατόμου μα του ανθρώπου, δηλ. με τη συνείδηση ότι αντιπροσωπεύει μια αξία που υπερβαίνει την ατομική του ύπαρξη και η οποία του επιβάλλει μια συμπεριφορά αντάξιά της:
« – Σ' αυτά τα πράματα, πρέπει να ξέρεις, είμαι άνθρωπος.
– Άνθρωπος; τι θες να πεις;
– Νά, λεύτερος. »
(Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, 1981: 26]
Μέσα στη συνείδησή του οι έννοιες “άνθρωπος” και “ελευτερία” ταυτίζονται [ό.π. σελ. 28], όπως στον ηρωικό κώδικα του δημοτικού – ιδιαίτερα του κλέφτικου – τραγουδιού. Αυτή είναι η παραδοσιακή “αντίληψη του προσώπου”: η εναρμόνιση φύσης – πολιτισμού υλοποιείται αυθόρμητα, στην ίδια την ατομική ιδιοσυστασία του ήρωα, ο οποίος συνενώνει μια «αρχαϊκή» ατομικότητα, φορέα πρωταρχικών ζωικών αξιών (άτομο = φύση), με μια ώριμη συνείδηση της ανθρώπινής του αξίας και της κοινωνικής του ευθύνης (άτομο = κοινωνία).[7] Έτσι κι ο μυθιστορηματικός Ζορμπάς· “με το αϊτίσιο πρωτόγονο μάτι” και “με το αλάθευτό του ψυχόρμητο”, συμπεριφέρεται σύμφωνα με τον κώδικα του προσώπου, που λειτουργεί ως συστατικό στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας του, όχι ως εκλογικευμένη ηθική συμπεριφορά (τυπικό παράδειγμα η προσπάθειά του να σώσει τη χήρα από το μαχαίρι του Μανώλαρου, χωρίς διόλου να λογαριάσει τη ζωή του).
Το ανάλογο ισχύει ως προς τη σημαίνουσα σχέση του ανθρώπου με το θεό. Η έκφραση που καταγράψαμε παραπάνω: «και να μη φοβάσαι το Θεό, μήτε το διάολο» και η οποία αντιπροσωπεύει ένα περίπου “κοινό τόπο” μέσα στα κείμενα του Καζαντζάκη, πεζά και ποιητικά, εμπεριέχει μια αντίθεση του ανθρώπου προς το θεό, που θα μπορούσε να εκληφθεί ως καθαρή νιτσεϊκή επίδραση. Δεν πρέπει ωστόσο να μας διαφεύγει ότι η αντίθεση ανθρώπου – θεού, η “προμηθεϊκή ιδέα”, όπως την ονομάζομε, αντιπροσωπεύει ένα πανάρχαιο αλλά εξίσου και νεοελληνικό πολιτισμικό κώδικα, πολύ ισχυρό τόσο στη γραπτή όσο και στην προφορική παράδοση. Αναφέρομε ενδεικτικά τα κοινωνιόλεκτα: “ο αθεόφοβος!”, “αθεόφοβε!”, “θεομπαίχτη!” και το γνωστό λογότυπο της κρητικής μαντινάδας: “ούτε στον ίδιο το θεό δεν κάνω τέτοια χάρη”.[8]Στην κλασικότερη νεοελληνική εκδοχή της, που συνδέεται με την παράδοση των τραγουδιών του Χάρου, η “προμηθεϊκή ίδέα” εκφράζει την άρνηση του ανθρώπου ν' αποδεχτεί τη θνητή του μοίρα, μοίρα που καταλογίζεται στο θεό ως αδικία:
Μα κι ο θεός είν' άδικος κι εγώ θα τ'αποδείξω·
τα νιάτα που μας έδωκε γιάντα τα παίρνει πίσω.
Η πιο συγγενής αναφορά που εντοπίζομε στο μυθιστόρημα είναι ακριβώς η καταγγελία της αδικίας του θεού, σύμφωνα με το πνεύμα της παράδοσης:
– Σου λέω, αφεντικό, όλα ετούτα που γίνουνται εδώ στον κόσμο, άδικα, άδικα, άδικα! Δεν υπογράφω εγώ, εγώ το σκουληκάκι, εγώ ο γυμνοσιάλιαγκας ο Ζορμπάς! Γιατί να πεθαίνουν οι νέοι κι οι νέες και ν' απομένουν τα σαράβαλα; [...] Εγώ είχα ένα μικρό παιδί, το Δημητράκη μου, και μου πέθανε τριών χρονών και ποτέ, ποτέ, τ' ακούς; δε θα το συχωρέσω στο Θεό! Την άλλη μέρα, αν έχει μούτρα να παρουσιαστεί μπροστά μου, να το ξέρεις πως αν είναι αληθινός Θεός, θα ντραπεί! Ναι, ναι, θα ντραπεί...
(Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, 1981: 254)
Αυτή η έμφαση στην αξίωση της ισοτιμίας του ανθρώπου προς το θεό, κοινό στοιχείο στην αρχαία και στις νεοελληνικές εκδοχές του μύθου, συνιστά μια ακόμη χαρακτηριστική αναλογία που συνδέει το παραπάνω παράθεμα με τη ντόπια λαϊκή παράδοση.[9]
Κατανοούμε πόσο δύσκολο είναι για ένα σημερινό ερευνητή του Καζαντζάκη, που δε γνωρίζει το λαϊκό πολιτισμό της Κρήτης, να δεχτεί τις τολμηρές αυτές αντιλήψεις ως συστατικά στοιχεία μιας παραδοσιακής κουλτούρας· μάλιστα, τη στιγμή που διαθέτει μια πολύ “καθώς πρέπει” ερμηνεία, το συσχετισμό με την ιδέα του “θανάτου των θεών”, σε συνδυασμό με την “ύβριν” του δυτικού ανθρώπου, ιδέες που ο Καζαντζάκης έχει χωρίς αμφιβολία προσλάβει – με το διάμεσο ή μη του Νίτσε – και έχει εκτεταμένα αξιοποιήσει, κυρίως στην Οδύσσειά του. Υπάρχει ωστόσο μια “ειδική διαφορά” που ξεχωρίζει την ελληνική προμηθεϊκή ιδέα από την “ύβρη” του δυτικού ανθρώπου, μια λεπτή διαφορά που ο Καζαντζάκης θα καταχτήσει με τον πνευματικό του αγώνα και θα την αποτυπώσει στο έργο του. Ο αγώνας αυτός έχει δυο στάδια: το πρώτο καταγράφεται στην Οδύσσεια, το δεύτερο στο μυθιστόρημα Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά· δυο έργα που ο Καζαντζάκης συνέλαβε την ίδια περίοδο (στο Μεσοπόλεμο) και τα υλοποίησε σε διαδοχικές περιόδους (δεκαετία του '30 το πρώτο, αρχές της δεκαετίας του '40 το δεύτερο). Το κοινό στοιχείο ανάμεσα σ' αυτά τα δύο τόσο ανόμοια έργα είναι η διαλεκτική αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο διαφορετικά βιο-κοσμοθεωρητικά πρότυπα· το ένα είναι το δυιστικό πρότυπο της βουδιστικής κοσμοθεωρίας, σε μια νεωτερική φιλοσοφική εκδοχή της, που ενσωματώνει και την “ύβρη” του δυτικού ανθρώπου· το άλλο είναι το μονιστικό πρότυπο της ελληνικής πνευματικής παράδοσης, στην τοπική κρητική εκδοχή της, η οποία με το μέτρο υπερβολής που τη διακρίνει, δίνει την εντύπωση συγγένειας προς τη δυτική νεωτερικότητα. Ένας κώδικας-κλειδί σ' αυτή την αντιπαράθεση είναι η αντίθεση ανθρώπου – θεού, που αναδείχνει, μέσα από την αναλογία, την ουσιώδη διαφορά των δύο προτύπων.
Στην Οδύσσεια η αντίθεση περιγράφεται ως ένας καθαρός ανταγωνισμός του ανθρώπου προς το θεό για την εξουσία, που εμπεριέχει τη λογική της εξόντωσης του αντιπάλου:
«Παιδί μου!» να βογγάει ο Θεός σκυφτός στο χωματένιο γιο του.
Μα ο γιος ξεθράσεψε, ανασκώθηκε, βάνει στραβά τη σκούφια […]
και στρίβει το μουστάκι του, γελάει, δίνει κλοτσιά στο γέρο:
Τράβα, παμπόγερε, μη σε θωρώ και τόπο να περάσω!
Είπε και σιδερένιο τού ’δειξε στη ζώνη το μαχαίρι,
και χαραγμένη απάνω σπίθιζε φοβέρα: «Θα σε φάω!»
[Ψ 1120-1126]
Αυτή η αναιδής έκφραση της ανθρώπινης αλαζονίας είναι το σήμα κατατεθέν της δυτικής νεωτερικότητας, που περιλαμβάνει στα ρεαλιστικά της συμφραζόμενα το θάνατο του θεού, δηλ. τη διακήρυξη της αθεΐας και την ακόρεστη βουλιμία του ανθρώπου, που αυτοανακηρύσσεται, κατά τη διατύπωση του Καντ, “deus in terris”, να καταβροχθίσει τον κόσμο.[10] Η διαφορά είναι ότι στην ελληνική παράδοση η αντίθεση ανθρώπου-θεού ορίζεται από τη διεκδίκηση του δικαίου και την αξίωση της ισοτιμίας, στο όνομα της ιδέας του ανθρώπου. Η ιδέα της εξόντωσης του θεού είναι ξένη προς το πνεύμα αυτής της κουλτούρας.
Στον “Αλέξη Ζορμπά” η κοσμοθεωρητική αντίθεση βρίσκει τη λύση της· και ο καταλύτης για την άρση των διλημμάτων είναι ο συναρπαστικός χαρακτήρας του Ζορμπά. Στο επίπεδο της πράξης (επιχείρηση λιγνιτορυχείου – κατασκευή εναέριου) αυτός έχει το ρόλο του πρωταγωνιστή. Ο τίτλος «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» αυτόν δείχνει για ήρωα του μυθιστορήματος. Κι όμως, ο σημασιακός άξονας βρίσκεται αλλού. Καθώς αυτός ο τίτλος είναι δανεισμένος από τα Συναξάρια των αγίων[11], μεταφέρει μια συγκεκριμένη σημαντική, που συνοψίζεται σε δύο σημεία: το ένα είναι η κατάκτηση της αγιότητας από το υπό δοκιμασία υποκείμενο· και το άλλο, συνάρτηση του πρώτου, είναι η προβολή του ως παραδείγματος προς μίμηση.[12] Το περιεχόμενο της αφήγησης είναι στην πραγματικότητα το χρονικό της μύησης του συγγραφέα–αφηγητή, που μέχρι τότε εμφανίζεται να ζει μέσα στη φαντασίωση των μυθοπλασιών του, στην αληθινή ζωή και τις αξίες της. Το προεξαγγέλλει ο συγγραφέας στον Πρόλογο του έργου : “ο Ζορμπάς μ' έμαθε ν' αγαπώ την ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο". Μ' αυτή την προοπτική, ο Ζορμπάς έχει, κατά περίπτωση, το ρόλο του Εντολέα ή του Συμπαραστάτη σε σχέση με τον Ήρωα-αφηγητή. Αυτό τεκμηριώνεται τόσο μακροσκοπικά, από την προτεραιότητα που παίρνουν μέσα στην αφήγηση οι αξίες που επενδύονται στη συμπεριφορά και τις πράξεις του Ζορμπά έναντι των βουδιστικών αντιλήψεων του αφηγητή-συγγραφέα, όσο και μικροσκοπικά, από τα ιδεολογικά σχόλια του αφηγητή, που καθοδηγούν τον αναγνώστη στη σημασιοδότηση των γεγονότων και των συμπεριφορών.[13] Απ' όλα αυτά προκύπτει αβίαστα ότι η σημασιοδοτική προοπτική που δεσπόζει σ’ όλη την έκταση του έργου καταφάσκει τον πόλο που εκπροσωπεί ο Ζορμπάς. Πράξεις και συμπεριφορές του Ζορμπά που με ένα κοινό μέτρο θα μπορούσαν να θεωρηθούν αποκλίνουσες, ο ήρωας-αφηγητής, ανάγοντάς τις στα βιοθεωρητικής τάξης διλήμματα που τον βασανίζουν, τις δικαιώνει και τις καθιστά πρότυπα για τη δική του ζωή.
Όπως είναι φανερό, η σχέση μαθητείας του αφηγητή προς το Ζορμπά συναρτάται άμεσα με τη διαλεκτική των δύο αντίπαλων κοσμοειδώλων. Αυτή η σχέση των σχέσεων {(μαθητής vs δάσκαλος) vs (δυιστικό κοσμοείδωλο[Βούδας] vs μονιστικό κοσμοείδωλο[Ζορμπάς])} αποτελεί το κλειδί του σημειωτικού και του σημασιακού συστήματος του έργου. Ας σπουδάσομε τη λειτουργία αυτού του μηχανισμού μέσα από ευανάγνωστα παραδείγματα.
Μια κατάσταση που χαρακτηρίζει το διανοούμενο-συγγραφέα είναι ότι ζει με το φανταστικό κόσμο των μυθοπλασιών του και απέχει από τις χαρές και τις αξίες της πραγματικής ζωής· μια αποχή που δικαιώνεται φιλοσοφικά από τη βουδιστική κοσμολογία (: ο κόσμος είναι οφθαλμαπάτη, δημιούργημα του νου). Η πιο θελκτική (ή παραπλανητική) πλευρά αυτού του “ανυπόστατου” κόσμου είναι ο έρωτας, η σαρκική χαρά από το σμίξιμο δύο σωμάτων, αγαθό που ο συγγραφέας φαίνεται να στερείται πλήρως. Απέναντι λοιπόν στον πειρασμό της σάρκας, που θα εμφανίστεί στο χωριάτικο κοινωνικό περιβάλλον με τη μορφή της όμορφης χήρας, ο νέος άντρας αντιδρά θετικά· όμως, ο διανοούμενος που εμπνέεται από τη βουδιστική αρετή της αποχής από τις υλικές αξίες, αντιδρά με αδιαφορία. Το λανθάνον ψυχικό δίλημμα του συγγραφέα-αφηγητή λύνεται κάτω από τις επίμονες παροτρύνσεις του Ζορμπά. Παραθέτομε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Άξαφνα σταμάτησα απότομα. Σα νά 'χα φτάσει εκεί που ήθελα. Πού; Κοίταξα· το περβόλι της χήρας. [...] Έκαμα να φύγω· μα τα λόγια του Ζορμπά ολομεμιάς γέμισαν την καρδιά μου, αντρείεψα - “θάλασσα, γυναίκα, κρασί...” - [...]
- Εγώ, αποκρίθηκα. Εγώ, άνοιξέ μου! Μόλις πρόφερα τα λόγια ετούτα, τρόμαξα· έκαμα πάλι να φύγω. Μα βάσταξα· ντράπηκα το Ζορμπά. [................]
Ευτύς ως πρόβαλα, σήκωσε το κεφάλι, με κοίταξε. Τα ρουθούνια του έπαιξαν σαν του λαγωνικού· άπλωσε το λαιμό, πήρε βαθιάν ανάσα, μυρίζουνταν. Και μονομιάς το πρόσωπό του έλαμψε· οσμίστηκε απάνω μου τη μυρωδιά της χήρας. Σηκώθηκε σιγά· χαμογέλασε όλος· άπλωσε τα χέρια: – Έχε την ευκή μου! μου κάνει. »
(Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, 1981: 242-244)
Στο παράθεμα αυτό η σχέση μαθητείας επιβεβαιώνεται τόσο από την προοπτική του “μαθητή” (: “ντράπηκα το Ζορμπά”) όσο κι από την προοπτική του “δασκάλου” (“Έχε την ευκή μου!”). Αυτό σημαίνει ότι από τις δυο αντίπαλες βιοθεωρίες που παλεύουν μέσα στην ψυχή του αφηγητή-συγγραφέα κερδίζει – καθώς η συνάρτηση ανάμεσα στα δύο ζεύγη είναι αναγκαστική – αυτή που εκπροσωπεί ο Ζορμπάς. Κι αυτό, με τη σειρά του, τί πάει να πει; ότι επικρατούν οι ζωικές αξίες και απορρίπτονται οι πνευματικές; Όχι ακριβώς. Η αντίθεση – κι εδώ φαίνεται η αξία που έχουν οι σημασιακές αποχρώσεις – εκτονώνεται προς μία σύνθεση, όπου καταφάσκονται οι αξίες της ζωής χωρίς να αίρονται οι πνευματικές αξίες. Ας δούμε τη διατύπωση του κειμένου:
«Όλη η χαρά της χτεσινής νύχτας αναρροούσε από τα σωθικά, διακλαδίζουνταν και πότιζε και χόρταινε το χώμα πού 'μαι καμωμένος. Κι έτσι ξαπλωμένος, με σφαληχτά μάτια, άκουγα, μου φαίνουνταν, να τρίζουν και να φαρδαίνουν τα σπλάχνα μου. Για πρώτη φορά χτες τη νύχτα βεβαιώθηκα τόσο χεροπιαστά πως κι η ψυχή είναι κι αυτή σάρκα, πιο γοργοκίνητη ίσως, πιο διάφανη, πιο λεύτερη· μα σάρκα. Κι η σάρκα είναι κι αυτή ψυχή, νυσταγμένη λίγο, κατακουρασμένη από μεγάλες πορείες, καταφορτωμένη από βαριές κληρονομιές· μα μέσα στις μεγάλες στιγμές ξυπνάει κι αυτή, αναντρανίζει, τινάζοντας και τα πέντε της πλοκάμια, σα φτερούγες.»
(Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, 1981: 244)
Το βίωμα που επιχειρεί να εκλογικεύσει και να περιγράψει εδώ ο αφηγητής είναι πρώτα ότι η ηδονή του έρωτα δεν είναι ψευδαίσθηση· είναι μια αναμφισβήτητη και συνταρακτική πραγματικότητα· ύστερα, ότι δεν υποβιβάζει τον άνθρωπο, αλλά αντίθετα, αναβαθμίζει την υλική του φύση στην περιωπή του πνεύματος· τρίτο: ότι η ψυχή δεν αντιπροσωπεύει μιαν άλλη, ανώτερη από τη σάρκα υπαρκτική ουσία· είναι κι αυτή σάρκα, όπως η σάρκα είναι κι αυτή ψυχή. Με άλλα λόγια, το ερωτικό βίωμα βοήθησε τον αφηγητή-ήρωα να λύσει το άλυτο αίνιγμα που τον ταλάνιζε και να υπερβεί αυτόματα τον εσωτερικό διχασμό του, κατανοώντας ότι ο κόσμος δεν απαρτίζεται από δύο χωριστές και ασύμβατες οντολογικές ουσίες, ο κόσμος είναι σάρκα-και-ψυχή ενιαίος· και η πνευματικότητα είναι ιδιότητα του υλικού κόσμου. Μέσα από το συγκλονισμό της ερωτικής εμπειρίας έλαμψε ξαφνικά εντός του η απλή και αυτονόητη αλήθεια, που συνιστά την πεμπτουσία του ελληνικού μονιστικού κοσμοειδώλου: η πνευματική υπόσταση του υλικού κόσμου, που καθιστά νοητή την ενότητα του σύμπαντος.
Έτσι ο Ήρωας-αφηγητής περνά επιτυχώς την Κύρια δοκιμασία και ανακτά την πολιτισμική του ταυτότητα: κάνει κτήμα του την απλή σοφία του Ζορμπά, συμφιλιώνεται με τον εαυτό του και αρτιώνεται ως άνθρωπος. Αυτό σημαίνει ταυτόχρονα την αίσια έκβαση της μακράς διαλεκτικής που διαπερνά ολόκληρο το έργο· το φιλοσοφικό πρόβλημα που ταλάνιζε το διανοούμενο βρήκε τη λύση του:
«Άξαφνα πετάχτηκα απάνω· μπήκα στην παράγκα, πήρα το χειρόγραφο του “Βούδα”, το άνοιξα. [...] Δεν είχα πια ανάγκη από το πρόσωπο αυτό της αγωνίας μου, το ’χα ξεπεράσει, είχα τελέψει τη θητεία μου στο Βούδα – σήκωσα κι εγώ το χέρι και πρόσταξα μέσα μου το Βούδα να διαλυθεί.»
(Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, (1957) 1973: 245-246).
Όπως γίνεται φανερό από το παράθεμα, ο συγγραφέας-αφηγητής καταφέρνει να υπερβεί οριστικά το εσωτερικό του δίλημμα, απορρίπτοντας τη βουδιστική μεταφυσική φιλοσοφία για το ανυπόστατο του ορατού κόσμου (που παρέχει το κοσμοθεωρητικό υπόβαθρο στην “ύβριν” του δυτικού ανθρώπου) και υιοθετώντας τη βιοθεωρία και τις στέρεες αξίες που ενσαρκώνει ο Ζορμπάς. Και οι αξίες αυτές είναι, όπως είδαμε, οι αξίες του τοπικού πολιτισμικού προτύπου.
Η κατάφαση του τοπικού πολιτισμικού προτύπου ως τελική επιλογή βρίσκει την επιβεβαίωσή της στην Αναφορά στον Γκρέκο, όπου ο συγγραφέας κάνει το συνολικό απολογισμό του πνευματικού του αγώνα. Ο απολογισμός αυτός κλείνει με την τελική απάντηση του Καζαντζάκη στο βιο-κοσμοθεωρητικό πρόβλημα, την οποία ονομάζει Κρητική ματιά.[14] Η Κρητική ματιά είναι μια φιλοσοφική μεταγραφή της παραδοσιακής κρητικής βιοθεωρίας. Στην Οδύσσεια, που γράφεται στο Μεσοπόλεμο, η άποψη που διακηρύσσει με έμφαση ο ήρωας (ο Δυσσέας) είναι η “υβρις” του δυτικού ανθρώπου και, όπως σημειώσαμε, το φιλοσοφικό πρόβλημα μένει εκεί ανοιχτό. Να υποθέσομε πως η τραγική εμπειρία του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, που βρίσκεται σε εξέλιξη όταν ο Καζαντζάκης γράφει το “Ζορμπά”, τον επηρέασε στην επιλογή του ελληνικού πολιτισμικού προτύπου απέναντι στο κυρίαρχο δυτικό, του οποίου τον αδιέξοδο χαρακτήρα η οξυδέρκεια του συγγραφέα έβλεπε πλέον καθαρά.
[1] * Η παρούσα μελέτη περιλαμβάνεται στο βιβλίο μας Αναφορά στο Νίκο Καζαντζάκη, Χανιά, Εταιρεία Κρητικών Σπουδών - Ίδρυμα Καψωμένου, 2010, με το οποίο η Εταιρεία Κρητικών Σπουδών εγκαινιάζει τις εκδόσεις της.
[2] Όπως έχομε εξηγήσει αλλού, ο τρόπος που γίνεται αντιληπτή η σχέση ανάμεσα στη φύση και στον πολιτισμό είναι αποκαλυπτικός για τον προσανατολισμό μιας κουλτούρας. Βλ. E.G. Kapsomenos, «La relation entre nature et culture comme critère typologique des systèmes culturels», Actes du Vlème Congrès International de l'Association Internationale de Sémiotique:"La sémiotique: Carrefour de la Nature et de la Culrure" (Guadalajara, Mexico, 13-18.7.1997) [ηλεκτρονική έκδοση: CD-ROM] – Πρβλ. Ε.Γ.Καψωμένος, Δημοτικό τραγούδι. Μια διαφορετική προσέγγιση, Αθήνα, Πατάκης, γ΄έκδ., 2008: 51-55, 133-160, 213-219 327-347.
[3] Βλ. Ε.Γ. Καψωμένος, Αναζητώντας το χαμένο ευρωπαϊκό πολιτισμό. Νεοελληνική ποίηση και πολιτισμική παράδοση, Αθήνα, Πατάκης, 2002:13-38, 41-49 (Δημοτικό τραγούδι), 75-81 (Σολωμός), 103-109 (Παλαμάς), 116-127 (Σικελιανός), 176-199 (Ελύτης) κ.α.
[4] Την ιδέα αυτή ο συγγραφέας τη συλλαμβάνει και τη διατυπώνει για πρώτη φορά στο “Ζορμπά” (βλ. πρκ.).
[5] Χαρακτηριστικές είναι, λ.χ., μέσα στην Οδύσσεια, οι επανερχόμενες αναφορές στο «ώριο περδικοπάνι» ή στο «αστροκέντητο μαγνάδι», μυθικές και εικονιστικές εκφράσεις, που παραπέμπουν στο παραπλανητικό «πέπλο της Μάγιας», το παραπέτασμα που κρύβει από την ανθρώπινη όραση την ανώτερη ουσία της πραγματικότητας. Το ακόλουθο παράθεμα αποτελεί ποιητική μεταγραφή της βουδιστικής κοσμολογίας:
…οι πέντε σκλάβες ανυφάντρες μου στον αργαλειό του νου μου
φαίνουν ξεφαίνουν τη ζωή στο δίμιτο πανί του αγέρα·
κι όλη την άβυσσο σκεπάζω τη με αδρό περδικοπάνι!
Κι απάνω του κεντώ το σπίτι μου, γεννοβολώ τους γιους μου,
μπιστεύομαι το σπόρο του σταριού και δένω τ’ άλογό μου
και θεμελιώνω αχνά μια βλεφαριά στην πάχνη τη ζωή μου.
Φυσώ σιγά κι όλα αφανίζουνται, και προσπερνάει η καρδιά μου
[Π 1220-26]
[6] Τις ίδιες μαντινάδες θα τις ξαναβρούμε στο έργο του Καζαντζάκη, μαζί με μια τρίτη, που εκφράζει εμφαντικότερα το ήθος του Κρητικού: “ Εγώ ’μαι τση βροντής παιδί και τσ’ αστραπής εγγόνι./ Σα θέλω αστράφτει και βροντά, σα θέλω ρίχνει χιόνι”. Βλ. Αναφορά στον Γκρέκο (1961: 601, 603) και Οδύσσεια (Η 257-258). Η εμμονή σ' αυτές τις μαντινάδες μαρτυρεί συνειδητή από μέρους του συγγραφέα αναζήτηση και αξιοποίηση των στοιχείων που εκφράζουν την κρητική πολιτισμική ταυτότητα.
[7] Βλ. αναλυτικά Ε.Γ. Καψωμένος, Δημοτικό τραγούδι. Μια διαφορετική προσέγγιση, Αθήνα, Πατάκης, 1996: 183-206, 278-326, καθώς και στο βιβλίο μας Αναζητώντας το χαμένο ευρωπαϊκό πολιτισμό. Νεοελληνική ποίηση και πολιτισμική παράδοση, Αθήνα, Πατάκης,2002: 13-38, 45-49, 75-81, 200-233, όπου διερευνούμε τα συστατικά στοιχεία του ελληνικού πολιτισμικού προτύπου.
[8] Βλ. Ε.Γ. Καψωμένος, “Η προμηθεϊκή ιδέα στο κρητικό δημοτικό τραγούδι”, Κρητική Εστία, τ. 8 (2000-01): 233-247. Του ίδιου, Δημοτικό τραγούδι. Μια διαφορετική προσέγγιση, Αθήνα, Πατάκης, 32008: 161-181, 234-247. Ακόμη Ε.Γ. Καψωμένος, «Η κρητική μαντινάδα. Η δομή, η θεματική και η θεματολογία της», Πεπραγμένα Συνεδρίου «Η κρητική μαντινάδα», Χανιά, Δήμος Ακρωτηρίου, 2002: 47, 64.
[9] Η αξίωση της ισοτιμίας βρίσκεται στον πυρήνα του προμηθεϊκού αρχετύπου, όπως και των τραγουδιών του Χάρου, όπου έχομε την πανελλήνια εκδοχή, που ο Ήρωας αρνείται ν' αποδεχτεί τη μοίρα του θανάτου (“Δε βγάνω 'γω τα ρούχα, δε θέτω τ' άρματά μου.../ Μ' άντρας εσύ, άντρας κι εγώ, κι οι δυο καλά 'ντρειωμένοι / κι έλα να πά' παλέψομε στo σιδερόν αλώνι”, Αντ. Γιάνναρης, Άσματα κρητικά [Kretas Volkslieder], Leipzig, 1876: 142.142) και την τοπική κρητική εκδοχή, που ο Ήρωας αξιώνει, λίγο πριν ξεψυχήσει, να ανεβεί στον ουρανό, να υποκαταστήσει το θεό και να εφαρμόσει τη δική του δικαιοσύνη (“νά 'χεν η γης πατήματα κι ο ουρανός κερκέλια,/ να πάθιουν τα πατήματα, νά 'πιανα τα κερκέλια,/ ν'ανέβαινα στον ουρανό, να διπλωθώ να κάτσω,/ να δώκω σείσμα τ' ουρανού...”, Γιάνναρης, 1876: 150.159). Την ίδια αξίωση ισοτιμίας θα συναντήσομε και στον Καζαντζάκη, σε μια κλίμακα αποχρώσεων, που φτάνει ως την αναφώνηση: “Θεέ μου, και κάμε με Θεό” (Συμπόσιον, Αθήνα, 1971: 48). Πρβλ. Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, 1981: 242.
[10] Διεξοδική ανάλυση του έργου βλ. στη μελέτη μας “Η διαλεκτική των πολιτισμικών κωδίκων στην Οδύσσεια του Καζαντζάκη”, που περιλαμβάνεται στα Πρακτικά της Ημερίδας Νίκου Καζαντζάκη (Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα, Νοέμβριος 2007). Εδώ είναι αρκετό να σημειώσομε ότι στην Οδύσσεια, όπου ο Ήρωας εκπροσωπεί την ύβρη του δυτικού ανθρώπου, η κοσμοθεωρητική αντίθεση που χωρίζει τα δύο πολιτισμικά πρότυπα δε λύνεται· παραμένει ανοιχτή υπογραμμίζοντας τα άλυτα διλήμματα της τραγικής εποχής μας.
[12] «Η πρώτη μου λαχτάρα – γράφει ο Καζαντζάκης – στάθηκε η λευτεριά· η δεύτερη, που κρυφά μέσα μου ακόμη αποκρατάει και με βασανίζει, η δίψα της αγιότητας. Ήρωας μαζί και άγιος, νά το ανώτατο πρότυπο του ανθρώπου» ( Αναφορά στον Γκρέκο, 1961: 86.)
[13] Τέτοια ιδεολογικά σχόλια είναι οι αρνητικοί χαρακτηρισμοί «χαρτοπόντικας» και «καλαμαράς», που αποδέχεται για τον εαυτό του ο αφηγητής-συγγραφέας, σε αντιπαράθεση προς τους θετικούς χαρακτηρισμούς «ζωντανή καρδιά», «ακατέργαστη μεγάλη ψυχή, που ακόμα δεν αφαλοκόπηκε από τη μάνα της, τη Γης», κ.τ.ό., που αποδίδει στον Αλέξη Ζορμπά.