Από την άποψη της θεματικής του καθώς κι από την άποψη της τυπολογίας των ηρώων, το αφηγηματικό έργο του Κονδυλάκη θα μπορούσε να ταξινομηθεί σε δυο ευρείες κατηγορίες:
Α. Αφηγήματα του αγροτικού χώρου
Β. Αφηγήματα του αστικού χώρου.
Η πρώτη κατηγορία έχει ως αντικείμενο αναφοράς την κρητική ύπαιθρο, την παραδοσιακή αγροτοκτηνοτροφική κοινωνία, τα ήθη και τον πολιτισμό της.
Η δεύτερη κατηγορία έχει ως αντικείμενο αναφοράς το αστικό περιβάλλον, τον άνθρωπο της πόλης και τα προβλήματά του.
Στην πρώτη, κατατάσσονται τα αφηγήματα: «Ο Πατούχας», «Η καμπάνα», «Ο Γενή-Μανώλης», «Ο Βρυκόλακας», «Πώς ερώμιεψε το χωριό», «Σκούρα», «Ο γέρος», «Ο κερκέζος», «Ο καλικάντζαρος», «Η πρώτη αγάπη» κ. ά.
Στη δεύτερη ανήκουν: «Ο μαύρος γάτος», «Ένας πειρασμός», «Ο σιωπηλός», «Μανία καταδιώξεως», «Ο θείος», «Ο πάροικος μου», «Κάτω ο τύραννος», «Οι Άθλιοι των Αθηνών». Υπάρχουν, βέβαια, και διηγήματα μικτά, στα οποία συνυπάρχουν αστοί και χωρικοί, με αντίστοιχα ήθη και συμπεριφορές. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: «Όταν ήμουν δάσκαλος», «Ο επικήδειος», «Η Κάκια μας».
Πίσω απ' αυτή τη γενική θεματική διαφοροποίηση είναι ευδιάκριτα ορισμένα ειδικότερα διακριτικά στοιχεία που αφορούν τον τύπο και την ψυχολογία των ηρώων, την εξέλιξη του μύθου καθώς και τις πολιτισμικά σημαίνουσες σχέσεις ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία, στη φύση και τον πολιτισμό. Προβάλλεται έτσι σαν άμεση συνέπεια το συμπέρασμα πως ο περιβάλλων χώρος είναι ο αποφασιστικός παράγοντας που επικαθορίζει ορισμένα χαρακτηριστικά είτε στο επίπεδο της μορφής του αφηγήματος είτε στη θεματική του.
Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Στο γνωστότερο έργο του, τον «Πατούχα», ο Κονδυλάκης «κατορθώνει να μας δώσει μια παράδοξη όψη της άγριας ελληνικής φύσης... και την επίδραση της πάνω στον άνθρωπο, που ζει αξεδιάλυτα ενωμένος μ' αυτήν»[1]. Ο έφηβος ήρωας, που «εις τα σχήματα και τας γραμμάς των βράχων εύρισκεν ομοιότητας προς τας φυσιογνωμίας των χωριανών του»[2] και που “εξόριστος” «βοσκός εις τα βουνά από μικρό παιδί είχε γίνει ζώον με τα ζώα∙ μόνον που δεν εκουτούλα»[3], «αποτελεί ο ίδιος ένα ατίθασο και παράξενο “λογικό” στοιχείο της φύσης: Κρύβει μέσα του την ακατάλυτη παντοδυναμία της»[4].
Ο αναγνώστης παρακολουθεί μέσα από αλλεπάλληλα κωμικοτραγικά συμβάντα τη σταδιακή διαμόρφωση του ερωτικού ενστίκτου από δύναμη φυσική σε δύναμη κοινωνική, σε μια πορεία εξισορρόπησης των φυσικών και κοινωνικών τάσεων του ήρωα.
Και παρόλο που ο Κονδυλάκης δεν επιμένει σε περιγραφές του χώρου που περιβάλλει τους ήρωές του, -καθόλου μάλιστα δεν αναλίσκεται σε έντονες ή λυρικές περιγραφές της φύσης[5]- κατορθώνει να μας δώσει την επίδραση της πάνω στον άνθρωπο. Στην περίπτωση του «Πατούχα», ο ήρωας μοιάζει μ' ένα ακατέργαστο κομμάτι της φύσης που τον περιβάλλει, αποκλίνοντας από τους κώδικες κοινωνικής συμπεριφοράς προς την κατεύθυνση της φύσης και των ζωικών αξιών[6].
Όμως, όσο κι αν η συμπεριφορά του έχει μεταπτώσεις μέσα από την επίπονη προσπάθεια «κοινωνικής» χαλιναγώγησης του ζωικού ερωτικού ενστίκτου, αισθάνεται κανείς ένα στέρεα δομημένο ψυχισμό. Εξάλλου, η θετική έκβαση της ιστορίας καθώς κι ο χειρισμός των δύσκολων καταστάσεων με το χιούμορ, αποτελούν δείκτες της θετικής στάσης του συγγραφέα - αφηγητή προς τον ήρωα που αποκλίνει από το μέτρο.
Με διαφορετικό τρόπο χειρίζεται ο συγγραφέας τους ήρωες που ζουν και κινούνται στον αστικό χώρο.
Τα πρόσωπα αυτά παρουσιάζονται αποκομμένα από το φυσικό και κοινωνικό (-οικογενειακό) χώρο, «μεταφυτευμένα» κατά κάποιον τρόπο σ' ένα αστικό περιβάλλον -σχεδόν τυχαίο- στα πλαίσια της μεγάλης πόλης κι αναπτύσσουν έναν άρρωστο ψυχισμό που καταλήγει στη μονομανία, όπως στη «Μανία καταδιώξεως» ή και στην τρέλα σ' αρκετές περιπτώσεις (πχ. «Ο μαύρος γάτος», «Ο πάροικος μου»). Οι ήρωες αυτών των αφηγημάτων παρά το γεγονός ότι ζουν σε πολυάνθρωπο αστικό περιβάλλον είναι μοναχικοί[7] και στα μάτια των άλλων φαίνονται ιδιότροποι και αλλοπρόσαλλοι. Δύσκολα ή με τρόπο ατελή προσεγγίζουν τους άλλους ανθρώπους. Ακόμη, κι όταν συναναστρέφονται με άλλους δεν αποκαθιστούν πραγματική επικοινωνία μαζί τους. Ο συγγραφέας κι όταν τους παραχωρεί το λόγο, το κάνει με τρόπο που να υπογραμμίζεται ακριβώς αυτή η αποξένωση, με φράσεις αποσπασματικές και ημιτελείς, θραύσματα της εσωτερικής τους -ψυχικής- ανισορροπίας. Ας δούμε σχετικά ένα απόσπασμα από το διήγημα «Ο πάροικος μου», όπου ο αφηγητής περιγράψει έναν πάροικο του (γείτονα του) στο σπίτι όπου κι οι δυο ενοικιάζουν δωμάτια:
«Ήμεθα πάροικοι από ενός έτους. Αλλά δεν είχαμεν ανταλλάξει ποτέ λέξιν πλην του απλού καλημέρα. Εγνώριζα μόνον ότι ήτο δικηγόρος, αλλά δικηγόρος χωρίς πολλάς εργασίας. Καλό παιδί, ως ήκουσα παρά των γνωρίμων του, αλλ' ολίγον ιδιότροπος, ανωμάλου διαθέσεως, οτέ μεν μέχρις υπερβολής εύθυμος, οτέ δε μέχρι μισανθρωπίας μελαγχολικός. Προς εμέ δεν έδειξε ποτέ επιθυμίαν να σχετισθώμεν. Εγώ δε εκλαμβάνων τον τρόπον του ως αντιπάθειαν, ήρχισα να αισθάνομαι σχεδόν μίσος εναντίον του. Αλλ’ όταν επανήλθεν από τον πόλεμον και ήκουσα να ομιλούν περί του θάρρους του ευφήμως οι αξιωματικοί και οι συστρατιώται του η έχθρα μου μετεβλήθη εις θαυμασμόν και συμπάθειαν. Απροσδόκητως δε και αυτός, καίτοι τώρα εφαίνετο πολύ μελαγχολικώτερος, ήρχισε να δεικνύει επιθυμίαν να γνωρισθώμεν καλύτερα.
- Είσθε για το σπίτι; μου είπε μίαν εσπέραν εις το καφενείον. Πάμε μαζί. Καθ' οδόν ωμίλησα περί του πολέμου, δια να του δώσω αφορμήν να μου διηγηθεί τας εντυπώσεις του, αλλ' ήτο τόσον αφηρημένος, ώστε επανειλημμένως διεκόπη εις το μέσον ενός επεισοδίου, το οποίον ήρχισε να μου διηγείται, και ηναγκαζόμην να του ενθυμίζω τι έλεγε δια να εξακολουθεί. Ενόμιζες ότι αίφνης απεκοιμάτο.
- Έλεγα λοιπόν;... Α! ναι, ναι... Δεν ξέρω τι έχω πάθει... Είμαι φοβερά αφηρημένος»[8].
Ακόμα και το χιούμορ[9] -αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στα αφηγήματα του αγροτικού χώρου- παύει να ασκεί το λυτρωτικό του ρόλο.
Επιστρέφοντας ένα βράδι στο σπίτι, ο «πάροικος» παρατηρεί ένα μικρό μαύρο σκύλο που εμφανίζεται και χάνεται κάθε τόσο μέσα στα δρομάκια που ακολουθούν γαυγίζοντάς τους με μανία. Ο φίλος - αφηγητής διασκεδάζει με την κατάσταση και λέει γελώντας:
«Στοιχηματίζω ότι είναι ο Π., ο οποίος απέθανε προ ολίγων ημερών. Του χρωστούσα εκατό δραχμάς και δεν είναι παράδοξον να μετεμψυχώθη επίτηδες από την πολλήν του φιλαργυρίαν δια να μ' εκδικηθεί.
- Μη γελάς, μου είπεν ο Κωστής με φωνήν τεταραγμένην, είναι φρικτά πράγματα αυτά που λες.
- Έχει γούστο να φοβάσαι τους βρυκόλακας, εσύ άνθρωπος που πολέμησε;
- Βεβαίως πιστεύω... τουλάχιστον τα φαντάσματα που γεννώνται μέσα εις την κεφαλήν μας.»[10]
Αλλά τα φαντάσματα και οι βρυκόλακες δεν υπάρχουν μόνο «μέσα εις την κεφαλήν» των αστών.
Αρκετά διηγήματα του Κονδυλάκη εμπεριέχουν παρόμοιες αφηγήσεις για βρυκόλακες και ξωτικά και, βέβαια, αρκετά απ' αυτά έχουν αντικείμενο αναφοράς το χωριό, μη αστικό, δηλαδή, περιβάλλον.
Τούτα, όμως, έχουν έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα και είναι πολύ κοντά στις ευτράπελες λαϊκές αφηγήσεις. Και στον αγροτικό χώρο μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν στους βρυκόλακες αλλά πιστεύουν περισσότερο (έστω και με απλοϊκότητα) στην ισχυρή δύναμη της θρησκείας που μπορεί να εξορκίσει το κακό.
Εξάλλου και η αφήγηση δημιουργεί μια τέτοια ατμόσφαιρα και πλοκή, ώστε τα παθήματα των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν «το υπερφυσικό» χρησιμοποιούνται για να προκαλέσουν το γέλιο κι όχι τη φρίκη.
Ως παράδειγμα μπορούμε να επικαλεστούμε το διήγημα «Ο Βρυκόλακας», το οποίο αποτελεί μεταδιήγηση[11].
Ένας χωρικός -αγωγιάτης- διηγείται στο συγγραφέα - αφηγητή μια ιστορία, καθώς περνούν από την εκκλησία που βρίσκεται μέσα στο νεκροταφείο του χωριού του: Κάποιος μοναχικός και παράξενος συγχωριανός του, ο γερο-Τζιρίτης, πεθαίνει και αφήνουν την σορό του στην εκκλησία όλη νύχτα. Ένας διακονιάρης μπαίνει κάποια στιγμή στα σκοτεινά για να βρει καταφύγιο από το κρύο, χωρίς να αντιληφθεί τη μακάβρια «συντροφιά». Ο παπάς του χωριού πηγαίνει τα ξημερώματα στο νεκροταφείο για να θάψει το γερο-Τζιρίτη:
«Ο παπάς έσπρωξε την πόρτα της εκκλησίας και είπε ως να μιλούσε τάχα του πεθαμένου:
- Πώς να πέρασες απόψε, ευλογημένε, με τόση ανεμική και κρυγιάδα!
Κι εκεί πούκανε νάμπει στην εκκλησία ακούει μια τρεμουλιαστή φωνή να του αποκρίνεται από μέσα:
- Ο Θεός κι εγώ κατέχω πώς επέρασα!
Ο παπάς εμαρμάρωσε στην πόρτα. Το πρόσωπο του κέρωσε και τα γένεια του τρέμανε σαν την ουρά της σουσουράδας. Μπορούσε να μην του περάσει η ιδέα πως ο Τζιρίτης εβρυκολάκιασε; Όταν μάλιστα είδε να προβάλει από το σκοτάδι της εκκλησιάς μια γεροντική κεφαλή δεν τούμεινε αμφιβολία και τόβαλε στα πόδια.
Όταν έφθασε στο σπίτι του έπεσε με πυρετό και στα παραμιλητά του έλεγε πως είδε τον Τζιρίτη κακανθρωπισμένον. Και οι χωριανοί το περίμεναν και δεν εδυσκολεύθηκαν να το πιστεύσουν. Έφεραν παπά από άλλο χωριό κι έθαψαν τον Τζιρίτη με την ιδιαίτερη ταφή πούκαναν τότε στους βρυκολακιασμένους, για να μη ξανασηκωθούν»[12].
Το διήγημα αυτό είναι αρκετά διαφωτιστικό για τον τρόπο που -σύμφωνα με τον Κονδυλάκη- αντιμετωπίζεται το υπερφυσικό από τους κατοίκους της υπαίθρου αλλά και για το πώς οι χωρικοί αντιλαμβάνονται τον άνθρωπο που αποκλίνει από το κοινό μέτρο: Ο γέρο-Τζιρίτης ή γερο-νεραϊδής, όπως τον έλεγαν, διαφέρει από τους άλλους ανθρώπους γιατί είναι μοναχικός και μισάνθρωπος. Δε μιλάει σε κανέναν, αλλά μιλάει συνεχώς μόνος του (ή με τα πλάσματα πούχουν δημιουργηθεί «μέσα εις την κεφαλήν του»). Τίποτε δε δείχνει πως ο ίδιος αισθάνεται άσχημα μ' αυτήν την ιδιαιτερότητά του. Τα πλάσματα του νου του δεν τον τρομοκρατούν -του κάνουν παρέα και τα προτιμά:
«Μιλούσε με τον εαυτό του. αλλά οι χωριανοί είχαν την ιδέαν ότι μιλεί με καμιά νεράιδα που τούχε πάρει το νου. Αυτήν τη νεράιδα θα την είχε και στο σπίτι του κι εζούσαν μαζί και γι' αυτό δεν ήθελε να μπει κανείς να την ενοχλήσει ή να τη δει. Κάτι ψαράδες έλεγαν πως τον είδαν περασμένα μεσάνυκτα να περπατεί κάτω στ' ακρογιάλι μες στη βοή του ανέμου και των κυμάτων. Και βέβαια εις αυτούς τους νυκτερινούς περιπάτους θάχε συντροφιά τη νεράιδα του.»[13]
Οι φράσεις του αποσπάσματος που υπογραμμίζουμε με πλάγια στοιχεία είναι δοσμένες με Ελεύθερο Πλάγιο Λόγο (Ε.Π.Α.) [14] ο οποίος είναι πολύ κοντά στον προφορικό λόγο των διηγήσεων των ανθρώπων του χωριού κι εδώ έχει ως χαρακτηριστικό του την υιοθέτηση αυτής της συλλογικής οπτικής γωνίας.
Δημιουργείται έτσι «απόσταση»[15] από το ταραγμένο μυαλό του γερο-Τζιρίτη και θαρρεί κανείς πως αυτή η συλλογική προοπτική καταφέρνει να αφαιρέσει από την αφήγηση τον τρομερά φρικιαστικό χαρακτήρα που έχουν αντίστοιχες αφηγήσεις στο διήγημα «ο πάροικος μου» (ή και στο «μαύρο γάτο»), σάμπως η φρίκη να εξορκίζεται μέσα απ' αυτή τη συλλογική οπτική και να κατασταλάζει διατηρώντας μόνο τα ευτράπελα στοιχεία των λαϊκών δοξασιών.
Διαφορετικές τεχνικές αφήγησης χρησιμοποιεί ο συγγραφέας στα δυο παραπάνω διηγήματα αποκαλύπτοντας τη δική του διαφορετική αντιμετώπιση των περιπτώσεων τρέλας κι αντιμετώπισης του υπερφυσικού στις «αστικές» του ιστορίες:
Ο «Βρυκόλακας» εντάσσεται στην κλασική τριτοπρόσωπη αφήγηση που υιοθετεί στα περισσότερα αφηγήματά του ο Κονδυλάκης. Η αφήγηση αυτή είναι συνήθως αναδρομική, υπάρχει δηλ. χρονική απόσταση ανάμεσα στα γεγονότα της ιστορίας και στην πράξη της αφήγησης. Η χρονική αυτή απόσταση συμβάλλει στην απάλυνση των εντυπώσεων, πολύ περισσότερο που δίνεται μέσα από έναν άλλο αφηγητή έτοιμο να ερμηνεύσει τα γεγονότα με το δικό του τρόπο και με τη δική του οπτική. Έτσι κι όταν ακόμα παραχωρείται ο λόγος στα πρόσωπα έχουμε μόνο στιγμιαία εσωτερική εστίαση[16].
Όμως, στο διήγημα «ο πάροικός μου», ο Κονδυλάκης χρησιμοποιεί μια μοναδική γι' αυτόν αφηγηματική καινοτομία που αποβλέπει στην εξάλειψη της χρονικής απόστασης ανάμεσα στο χρόνο της ιστορίας και το χρόνο της πράξης της αφήγησης: Το διήγημα αρχίζει χωρίς κανένα πρόλογο και χωρίς κανένα αφηγηματικό σχόλιο. Χρησιμοποιώντας το τέχνασμα μιας επιστολής -που δηλώνεται ρητά πως ποτέ δε στάλθηκε- και στην οποία ο μοναχικός ήρωας εκμυστηρεύεται σε κάποιο φίλο του τα προβλήματα, τις σκέψεις και τις βαθύτερες ανησυχίες του, ο συγγραφέας καταφέρνει να μας δώσει την εντύπωση πως βρισκόμαστε στο παρόν. Έχουμε απόλυτο συγχρονισμό ανάμεσα στο «τότε» της ιστορίας και στο «τώρα» της αφήγησης (αλλά και το «τώρα» της εκάστοτε ανάγνωσης). Αποφεύγεται έτσι κάθε χρονική μεσολάβηση από τα διαδραματιζόμενα που θα μείωνε την ένταση των εντυπώσεων και των συναισθημάτων αφενός, ενώ αφετέρου μέσα από το τέχνασμα της επιστολής μπαίνουμε κατευθείαν μέσα στο διαταραγμένο μυαλό του ήρωα και στη δίνη των σκέψεων και των αισθημάτων του με τη χρησιμοποίηση της εσωτερικής εστίασης.
Έτσι ο συγγραφέας κατορθώνει να μας δώσει με απόλυτη πειστικότητα και αμεσότητα τη διανοητική αναταραχή του ήρωα, την ένταση της μοναξιάς, την ανατροπή των καθιερωμένων κοινωνικών και θρησκευτικών αξιών που τον απογυμνώνει από κάθε πίστη στη θεία δύναμη και τον παραδίδει έρμαιο στη μοναξιά και στις «σκιές του νου» του.
Από μια άποψη το διήγημα αυτό θα μπορούσε ν' ανατρέψει το γνωστό «διδακτισμό»[17] του Κονδυλάκη με τις αιρετικές απόψεις που εκφράζει ο ήρωας για την κοινωνία και τη θρησκεία: Ανάμεσα στα παράπονα που εκφράζει για τη φοβερή ημικρανία και τις παραισθήσεις που τον ταλαιπωρούν, ο ήρωας διατυπώνει και μερικές σκέψεις που δείχνουν την αποκοπή του από τη στέρεη αντίληψη που έχει ο άνθρωπος της υπαίθρου για το Θεό και τη "θεία πρόνοια":
«- Διατί αποκαλούμεν δίκαιον τον Θεόν, όστις έκαμε πλουσίους και πτωχούς, μεγαλοφυείς και ηλιθίους, ευειδείς και άσχημους, υγιείς και καχεκτικούς; Δεν είναι τάχα δικαιότερος ο Δαίμων, όστις είναι μόνον κακός;...
- Επανάστασις κατά της κοινωνίας. Και ποίος θα επαναστατήσει κατά του Θεού; ... Ω Χριστέ μου! Δεν πιστεύω εις την θεότητα του Ιησού, διότι εάν αυτός ήτο ο Θεός, ο κόσμος θα ήτο καλύτερος.
………………………………………………………………………………………………….
- Εάν δεν υπήρχεν η δυστυχία, η ευτυχία δεν θα ήτο αισθητή και επομένως δεν θα είχεν αξίαν. Δηλαδή εγεννήθην εγώ δυστυχής και είμαι ισοβίως δυστυχής δια να αισθάνεται καλύτερα την ευτυχίαν του ο προνομιούχος. Και αυτό λέγεται δικαιοσύνη της Προνοίας!»[18].
Ας μην ξεχνάμε πως στο άλλο του διήγημα, το «Βρυκόλακα», η έμμεση επέμβαση του θείου - μέσα από το τυπικό της «ειδικής» ταφής για βρυκολακιασμένους - καταφέρνει να εξαλείψει την απειλή του «κακανθρωπισμού».
Επιπλέον ο δυστυχισμένος «πάροικος» δεν κάνει παρέα με τη νεράιδα του, όπως ο γερο-Τζιρίτης. Η δική του «νεράιδα» δεν είναι παρά μια φριχτή γυναικεία οπτασία που και μόνο η εμφάνιση της τον κατατρομοκρατεί.
Ας δούμε αυτή τη διαφοροποίηση στο παρακάτω απόσπασμα που είναι διατυπωμένο σε Ε.Π.Λ. και που αποδίδει το λόγο, τις σκέψεις και τα αισθήματα του ήρωα υιοθετώντας την οπτική του:
«Όταν εισήλθεν εις την αυλήν, διέκρινε μίαν γυναίκα λευκοφόρον, ενόμισε δε ότι ήτο η νοικοκυρά, αλλ' ηπόρησεν όταν είδεν ότι έλουε τα μαλλιά της. Μετά μίαν στιγμήν η γυναίκα εκείνη ανεσηκώθη και το ασθενές φως μικρού παραθύρου την εφώτισεν. Ήτο τεραστία το ανάστημα. Όταν έστρεψε το πρόσωπον της, εμειδία φτικτόν μειδίαμα. Παρ' ολίγον ν' αποθάνει εκ του τρόμου, να μείνει εκεί. Αλλ' ήτο εις την βάσιν της σκάλας και συγκεντρώσας όλας του τας δυνάμεις, έτρεξεν εις το δωμάτιόν του χωρίς να παρατηρήσει προς τα οπίσω. Με την σπουδήν και τον τρόμον του δεν εκλείδωσε την θύραν του δωματίου, αλλ' έτρεξε και ήναψε το φως. Όταν δ' εστράφη δια να κλειδώσει, η θύρα ημιάνοιξε με ένα στεναγμόν και η φρικτή γυναίκα επρόβαλε την κεφαλήν της. Τότε αλλοφρόνησε και ήρχισε να φωνάζει με όλην του την δύναμιν και να κτυπά εις το πάτωμα με τους πόδας του δια ν' ακούσει ο Περικλής και η γυναίκα του. Μέσα δε εις την ταραχήν του δεν αντελήφθη πότε έφυγε και εξηφανίσθη το φάντασμα»[19].
Όμως λίγο αργότερα η φοβερή οπτασία επιστρέφει. Η μαρτυρία είναι πια έμμεση, ανήκει στο φίλο-αφηγητή ο οποίος καταγράφει τα διαδραματιζόμενα μέσα από την δική του εμπειρία. Κάποια στιγμή ακούγεται φασαρία από το δωμάτιο του ήρωα, κραυγές και πυροβολισμοί. Τελικά ακούγεται βαρύς γδούπος σώματος που πέφτει από ψηλά. Η σπιτονοικοκυρά φωνάζει αλαφιασμένη:
«Τρέξατε κάτω. Εγκρεμίστηκε από το παράθυρο. - Ω Χριστέ μου! Χριστέ μου! Τι μυστήρια είν’ αυτά απόψε;...
...Ετρέξαμεν κάτω κι ευρήκαμεν επί του πεζοδρομίου συντετριμμένον και εκπνέοντα τον δυστυχή νέον»[20].
Η αυτοκτονία του ήρωα ή μάλλον η απεγνωσμένη απόπειρα ν' απαλλαγεί από το τρομερό φάντασμα, τον λυτρώνει από το μαρτύριο στο οποίο τον είχαν εμπλέξει «οι σκιές του νου του».
Αλλά αν σ' αυτό το διήγημα ο ήρωας έχει αντιμέτωπο το υπερφυσικό, σ' ένα άλλο διήγημα, το «Μαύρο γάτο», ο πρωταγωνιστής έχει αντιμέτωπο ένα φίλο του, τον οποίο υποψιάζεται πως μ’ ένα μυστηριώδη τρόπο του υποβάλλει την αίσθηση της τρέλας για να τον οδηγήσει στο φρενοκομείο.
Αυτήν την παράξενη κατάσταση εξομολογείται σε πρώτο πρόσωπο ο ήρωας σ' ένα φίλο του (που κρατάει κι εδώ το ρόλο του αφηγητή) και του εξηγεί το καταχθόνιο σχέδιο του Λαμιρά - συναδέλφου του στην Τράπεζα όπου εργάζεται και πρώην επιστήθιου φίλου του - να τον εξοντώσει μέσω της παραφροσύνης.
Η δική του φαντασίωση είναι ένας μαύρος γάτος (ο οιωνός του κακού στον «Πάροικο» ήταν ένας μαύρος σκύλος) που παραπέμπει άμεσα σ’ ένα διήγημα φρίκης του Έντγκαρ Αλαν Πόε, το όνομα του οποίου μνημονεύεται ρητά[21] και υποδηλώνει και την πηγή έμπνευσης του Κονδυλάκη.
Εξάλλου σύμφωνα με την ομολογία του ήρωα ο Λαμιράς «όπως κι εγώ έχει πίστιν εις την μυστηριώδη δύναμιν της υποβολής και απεφάσισεν να με καταστρέψει δι' αυτής. Προς τούτο δε ήρχισε προ πολλού να εργάζεται, να δηλητηριάζει βαθμηδόν το πνεύμα μου. Δεν παρήρχετο ημέρα χωρίς να μου ομιλήσει περί φρενικών παθήσεων, περί προδιαθέσεων και των τοιούτων, χωρίς δε να του ζητώ, μου έδιδε κι εδιάβαζα βιβλία σχετικά» (ό.π. σελ. 67).
Ο Λαμιράς πριν μετατεθεί από την τράπεζα, όπως είχε ζητήσει, αποχαιρετώντας τους συναδέλφους του είπε στον ήρωα: «Εσύ δυστυχή, θ' αποθάνεις εις το φρενοκομείον!» Ένα βράδι που ο ήρωας (Παύλος Δαμουλής) είχε αϋπνία πήρε να διαβάσει ένα βιβλίο που βρήκε στο τραπέζι του, μόνο που δεν ήξερε πώς βρέθηκε» εκεί, είχε μάλιστα σημειωμένο με κόκκινο μολύβι το «Μαύρο γάτο» (Ήταν συλλογή διηγημάτων του Ε.Α.Πόε).
«Εδιάβασα το διήγημα όταν δεν το ετελείωσα και αφήκα το βιβλίον, στρέφομαι προς το γραφείον μου και βλέπω τον μονόφθαλμον γάτον να κάθεται εις την γωνίαν του τραπεζιού και να με κοιτάζει...
Την επιούσαν μ' έπιασεν πυρετός σφοδρότατος και μέσα εις τις ζάλες μου νά σου πάλιν ο μαύρος γάτος, αλλ' αυτήν την φοράν με τα χαρακτηριστικά του Λαμιρά. Και ενώ με ητένιζε με το φοβερόν του βλέμμα μου εμιαούριζε: «Εσύ, δυστυχή, θ' αποθάνεις εις το φρενοκομείον»». (όπ. σελ. 69).
Ο ήρωας βασανίζεται συνεχώς απ' αυτή την ονειροφαντασία κι οδηγείται σε μισανθρωπία κι απομόνωση γιατί αυτό που γι' αυτόν είναι αλήθεια, για τους άλλους είναι ψευδαίσθηση και προκατάληψη.
Για ν' απαλλαγεί απ’ το μαρτύριο, αποφασίζει να σκοτώσει αυτόν που θεωρεί αιτία των δεινών του, τον πρώην φίλο και συνεργάτη του.
Του στήνει καρτέρι, αλλά την τελευταία στιγμή δεν πραγματοποιεί το σκοπό του γιατί μέσα στην οργή και την παραφροσύνη του προσέχει πως ο Λαμιράς συνοδεύεται από το μικρό του γιο, τον Φαίδωνα, ο οποίος στέκει ανάμεσα στους δυο άντρες και παρακολουθεί με δέος. Ο Παύλος Δαμουλής κάμπτεται, συγκινείται και υποχωρεί:
«Τι να σου κάμω; Η αθωότης του είναι τείχος ανυπέρβλητον μεταξύ της μοχθηρίας σου και της απελπισίας μου. Έπειτα έφυγε προς την Πνύκα∙ δεν είχε ακόμη συνέλθει από την έκπληξιν και τον τρόμον του ο Λαμιράς, ότε ήκουσε πυροβολισμόν υπόκωφον. Έδραμε προς το μέρος εκείνο και εύρε τον Παύλον ασπαίροντα με μίαν σφαίραν εις την καρδίαν.» (ό.π. σελ. 82).
Το διήγημα τελειώνει με την αυτοκτονία του ήρωα ο οποίος μ' αυτόν τον τραγικό τρόπο λυτρώνεται από τις απειλητικές «σκιές του νου του», που τον είχαν οδηγήσει να αισθάνεται ως θανάσιμο και μισητό αντίπαλο ένα συνάδελφο και φίλο με τον οποίο είχαν περάσει πολλές ευχάριστες στιγμές στο παρελθόν.
Ανατρέπεται έτσι η καθιερωμένη αντίληψη πως ο γείτονας, ο φίλος, ο συγχωριανός είναι ο βασικός συμπαραστάτης του ανθρώπου στις δύσκολες στιγμές, παρά τις επιμέρους διαφορές που μπορεί να υπάρχουν.
Η λαϊκή αυτή αντίληψη εκφράζεται εύστοχα μέσα από τη λακωνική παροιμία «Ο Θεός κι ο γείτονας».
Εδώ υπογραμμίζεται η απομόνωση του ανθρώπου στις πόλεις μέσα από την διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής που κρατάει δεμένους κι αλληλοϋποστηριζόμενους τους ανθρώπους της υπαίθρου.
Ο ανθρώπινος ψυχισμός γίνεται εύθραυστος κι εύκολα διαταράσσεται η ψυχική του ισορροπία.
Οι μεταφυσικές ανθρώπινες ανησυχίες χωρίς τη συμπαράσταση της συλλογικής «λαϊκής δοξασίας» μεταστρέφονται σε φρικτές καταστροφικές σκιές.
Αλλά και οι κοινωνικές ανισότητες και διαφορές γίνονται μέσα στη μεγάλη πόλη ιστοί που παγιδεύουν τους ανθρώπους σε ξεχωριστούς κόσμους. Η πόλη προσφέρει τη δυνατότητα στους πλούσιους ν' αφεθούν στα ένστικτα τους και να εκμεταλλευτούν με κάθε τρόπο τους αδύναμους. Οι φτωχοί, χάνοντας την κοινωνική τους αναφορά και το ανθρώπινο πρόσωπο που τους αναγνωρίζεται στο χωριό, μετέρχονται κάθε είδους απάτη κι απανθρωπιά για να επιζήσουν. Ανάμεσα στους δυο τύπους ανθρώπων που επικρατούν, οι αθώοι συντρίβονται και παρασύρονται στο χαμό.
Αντιπροσωπευτικό απ’ αυτή την άποψη είναι το αφήγημα με το χαρακτηριστικό τίτλο «Οι Άθλιοι των Αθηνών». Εδώ ο Κονδυλάκης θέλησε να συνθέσει έναν πλατύ πίνακα της εποχής[22] και να δώσει με ρεαλισμό και νατουραλιστικές πινελιές μια εικόνα της ζωής στην Αθήνα στα τέλη του 19ου αι., χωρίς ν' αποφεύγει και τις υπερβολές. «Χαρτοπαικτικές λέσχες, λαϊκά γλέντια, φόνοι, απαγωγές, απάτες κι εγκλήματα κάθε λογής είναι τα κύρια θέματα του έργου».
Μέσα από την αφήγηση ξετυλίγεται μια εικόνα γενικής διαφθοράς σ' όλες τις τάξεις της αθηναϊκής κοινωνίας: Μαστροποί, κοινές γυναίκες, κουτσαβάκηδες, έμποροι βρεφών, υπηρέτριες που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης, είναι πρόσωπα που περιγράφονται και διαμορφώνουν μια ζοφερή μυθιστορηματική πραγματικότητα. Κεντρική θέση κατέχει η ιστορία της Μαριώρας που έρχεται από την Τήνο στην Αθήνα. Οι συνθήκες που αντιμετωπίζει είναι απάνθρωπες και την ωθούν να παραστρατήσει (γεννώντας ένα νόθο παιδί, την Τασούλα) και να γίνει όργανο των επιτήδειων ανθρώπων του περιθωρίου. Ίσως το σκηνικό είναι τόσο ζοφερό ώστε σ' αυτό μόνο το έργο του ο Κονδυλάκης αισθάνεται την ανάγκη να τονίσει στον αναγνώστη πως πρόκειται για αφήγημα κι όχι για πραγματικότητα. Με το καταλυτικό του χιούμορ ο Κονδυλάκης παρεμβαίνει σαν συγγραφέας για ν' αποκαλύψει τη μυθιστορηματική φύση του έργου κι έτσι να καθησυχάσει τον αναγνώστη:
«Ας αφήσωμεν τον Τάσον... κι ας ταξιδεύσωμεν μέχρι της νήσου Τήνου. Ο αναγνώστης ας μην ανησυχήσει διότι τα ταξίδια εις τα μυθιστορήματα είναι άναυλα και απηλλαγμένα των ενοχλήσεων της κακοκαιρίας, ούτε έχομεν σκοπόν να παίξωμεν εις βάρος της πνευματικής του υγείας, οδηγούντες αυτόν εις τον ναόν της Μεγαλόχαρης, όπου κατ' έτος τόσα χαλασμένα εγκεφαλικά ωρολόγια διορθώνονται και κανονίζονται...»[23]
Αλλά και μόνο αυτό το έργο θα αρκούσε για να δείξει -μέσα σ' όλες του τις υπερβολές- την αντίληψη που εμπεριέχεται σ' ολόκληρο το έργο του Κονδυλάκη πως ο αστικός χώρος είναι μια ανελέητη ζούγκλα που λυγίζει τους αδύνατους, διαστρέφει την ανθρώπινη ομορφιά και καλοσύνη και καταστρέφει την ψυχική ισορροπία του ανθρώπου.
Εκτός από τον τίτλο, που είναι δηλωτικός αυτής της αντίληψης του συγγραφέα. η αντιδιαστολή του αστικού και του αγροτικού χώρου γίνεται και έμμεσα, μέσα από τη σύγκριση της αρχής και τους τέλους του έργου: Αρχή του και αρχή της περιπέτειας και της δυστυχίας είναι ο ερχομός της Μαριώρας στην Αθήνα από την Τήνο.
Τέλος του είναι η επιστροφή της μάνας και σε λίγο και της κόρης της, της Τασούλας, στο νησί τους. Η μητέρα ξαναβρίσκει την ψυχική της υγεία που είχε διαταραχθεί στην Αθήνα, η Τασούλα παντρεύεται και ζουν όλοι αγαπημένοι κι ευτυχισμένοι.
Είναι φανερή η αρνητική σημασιοδότηση του αστικού χώρου και η θετική σημασιοδότηση του αγροτικού.
Υπάρχουν όμως κι ορισμένα αφηγήματα που τα ονομάσαμε μικτά: Σ' αυτά η δράση εκτυλίσσεται συνήθως στον αγροτικό χώρο, ενώ ανάμεσα, στους ήρωες της υπαίθρου υπάρχουν και εκπρόσωποι των αστών.
Οι αστοί ήρωες, όμως, «μεταφέρουν» κατά κάποιο τρόπο μαζί τους την αρνητική σημασιοδότηση του αστικού χώρου κι αδυνατούν να επικοινωνήσουν ουσιαστικά και να συμβιώσουν θετικά με τους ήρωες του αγροτικού χώρου.
Επί πλέον ο συγγραφέας-αφηγητής καταφέρνει, μέσα από διάφορα εξουσιαστικά σχόλια, να μας υποβάλει την εντύπωση πως οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι απόλυτα υγιείς (σωματικά και ψυχικά). Πολλές φορές αισθάνεται κανείς πως μέσα από την αφήγηση τους περιγελά είτε με την περιγραφή της εξωτερικής τους εμφάνισης, είτε με την περιγραφή της συμπεριφοράς και των λόγων τους, είτε ακόμη ειρωνευόμενος τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα προβλήματα και τη στενοκεφαλιά τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το αφήγημα «Όταν ήμουν δάσκαλος», όπου ο αφηγητής περιγράφει το συνάδελφο του ως εξής:
«Ο συνάδελφος μου ήτο ισχνός και μελαψός, ως ξυλοκέρατον αλλά την στιγμήν εκείνην μου εφάνη τόσον μαύρος, τόσον απαισίως μαύρος, ώστε μου ήρχετο όρεξις να τον ερωτήσω πώς έμαθε βυζαντινήν μουσικήν εις το Σουδάν. Και όμως εις τα χείλη είχε μειδίαμα τόσον υποχρεωτικόν και τόσην ταπείνωσιν εξέφραζεν όλον του το ταλαίπωρημένον υποκείμενον και η κάμψις των ώμων του η δουλική και ο πενιχρός του ιματισμός, εις τον οποίον συνηντώντο δύο πολιτισμοί, ο ευρωπαϊκός και ο κρητικός, μετά διαφόρων εποχών, τόσην δυστυχίαν εμαρτύρει το προώρως ρυτιδωθέν μέτωπόν του (διότι δεν θα ήτο ακόμη τριακοντούτης), ώστε δυσκόλως διεκρίνετο η μικροπονηρία ήτις εσπινθήριζεν εις τους μικρούς οφθαλμούς του»[24].
Ο χωρίς ανταπόδοση έρωτας του δάσκαλου («μπάρκα» = αιθίοπα, όπως τον είχε ονομάσει η ηρωίδα) για τη Φωτεινή και η ζηλοτυπία του, ο τρόπος που συμπεριφέρεται και μιλά, δείχνουν άνθρωπο αρρωστημένο[25], όπως διαπιστώνει ο αφηγητής συνάδελφος του:
«Όλα αυτά ελέχθησαν με τοιαύτην νευρικήν ταχύτητα, ώστε δεν μου έδωσε καιρόν να διαμαρτυρηθώ. Μου έδωκεν όμως καιρόν να μαντεύσω ότι ο άνθρωπος δεν ήτο εντελώς καλά εις την υγείαν του, χωρίς όμως να εννοήσω και τι ακριβώς συνέβαινε.» (ό.π., σελ. 25).
Και κατέληξε κι αυτός στην αυτοκτονία, όπως και οι δυστυχείς αστοί των διηγημάτων που είδαμε προηγουμένως, όταν η Φωτεινή παντρεύτηκε ένα παλικάρι από ορεινό χωριό της Κρήτης, τον Σταυριανό.
Ο συγγραφέας - αφηγητής τον είχε γνωρίσει σε ένα γάμο όπου ήταν προσκεκλημένοι.
Ας προσέξουμε την περιγραφή του Σταυριανού σε σχέση μ' αυτή του δασκάλου που προηγήθηκε:
«Μεταξύ των προσκεκλημένων ήτο και ένας νέος, είκοσι δύο περίπου ετών τον οποίον πρώτην φοράν έβλεπα και του οποίου το κάλλος μου έκαμεν εξαιρετικήν εντύπωσιν. Ήτον ψηλός και κομψός, με την φυσικήν των ορεινών μας κομψότητα, μελαχροινός με λεπτά και ευγενή χαρακτηριστικά και μάτια μαύρα και μεγάλα, εις τα οποία έπαιζε μια διηνεκής ακτινοβολία», (ό.π., σελ. 45-46).
Πέρα από άλλες τις -σημασιακά- σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στο σκοτεινόμαυρο δάσκαλο και τον ακτινοβόλο νέο, αξίζει να προσέξουμε τη διαφοροποίηση που εστιάζεται στο πολιτισμικό υπόβαθρο: Ο Σταυριανός είχε την φυσικήν των ορεινών Κρητικών κομψότητα, ενώ ο δάσκαλος έχει περιγραφεί σαν ένα πολιτιστικό συνονθύλευμα, πράγμα που μαρτυρά την αποκοπή του από οποιοδήποτε συγκεκριμένο πολιτισμό- είναι άνθρωπος χωρίς ρίζες.
Σ' ένα άλλο διήγημα -«Η Κάκια μας»- περιγράφεται ο νεανικός έρωτας ενός αγροτόπαιδου, υπηρέτη του κτήματος ενός πλουσίου, με την κόρη του αφεντικού του. Η Κάκια, όπως είναι το όνομα της κόρης, έρχεται από την πόλη στο χτήμα τα καλοκαίρια κι αισθάνεται χαρά με την παρέα του νέου, παρόλο που οι γονείς της προσπάθησαν να την αποτρέψουν.
Το πείσμα της Κάκιας επεκράτησε κι όσο είναι ακόμα μικρή οι κοινωνικές συμβάσεις κι ανισότητες υποχωρούν μπροστά στη χαρά της συντροφιάς που υποκρύπτει μια φυσική ερωτική έλξη.
Ο φτωχός νέος περιμένει μ' ανυπομονησία κάθε καλοκαίρι την Κάκια στο χτήμα.
Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν και φτάνουν στην εφηβεία η ερωτική έλξη αποκτά πιο συγκεκριμένη μορφή. Εκδηλώνεται μ' ένα φιλί. Όμως, την επόμενη μέρα η Κάκια φεύγει. Περνούν τρία χρόνια για να ξανάρθει. Ωστόσο το αστικό περιβάλλον την έχει αλλάξει. Έχει γίνει ένα ψυχρό και υπεροπτικό πλάσμα. Αυτή τη φορά έρχεται συνοδευόμενη από ένα νεαρό αστό. Η σκηνή της συνάντησης των δύο παλιών φίλων περιγράφεται ως εξής:
«... περί την δύσιν του ηλίου επέστρεφα εκ των αγρών- και ενώ επλησίαζα εις την έπαυλιν είδα την Κάκιαν εξερχομένην, αλλ' ουχί μόνην ως άλλοτε- εστηρίζετο εις τον βραχίονα ενός νέου ξανθού, λίαν λεπτοφυούς και ωχρού, ο οποίος εφαίνετο ως προ ολίγου αναρρώσας εκ μακράς ασθενείας. Εσκίρτησα εκ χαράς και έσπευσα το βήμα, έτοιμος να την φωνάξω: «Κάκια μου!»
Αλλ' η Κάκια μας δεν ήτο πλέον η ίδια- είχε γίνει μεγάλη και σοβαρά κυρία κι δι' ενός βλέμματος παγερού με εμαρμάρωσεν εις απόστασιν.
- Είναι ο τσοπάνος μας, είπε προς τον νεανίαν ο οποίος την συνώδευε.
Και αφού απεμακρύνθησαν ολίγα βήματα, του είπε κάτι τι άλλο εις το ους, γελώσα βεβιασμένον γέλωτα. Ο δε νέος εστράφη και αφού με παρετήρησεν επί στιγμήν μετά περιφρονητικής εκπλήξεως, εγέλασε και αυτός. Εγώ είχα ίσως μεγαλύτερον δικαίωμα να γελάσω- αλλ' αντί να γελάσω έκλαυσα και κλαίω ακόμη»[26].
Ο ήρωας αφηγητής θα είχε μεγαλύτερο δικαίωμα να γελάσει- γιατί άραγε; Γιατί ίσως διαπίστωσε πως ο ίδιος έμεινε αγνός κι αμόλευτος από την ασθένεια της εξαστικοποίησης που παραμορφώνει τη φύση του ανθρώπου και τον κάνει να υποτάσσεται σε αρρωστημένες κοινωνικές συμβάσεις που πνίγουν τα αισθήματα και τις φυσικές ανθρώπινες τάσεις;
Αλλά επειδή ακριβώς ήταν αγνός γι' αυτό έκλαψε και κλαίει ακόμα γι' αυτό το χαμένο Παράδεισο.
Η σκηνή μας αντιπαραθέτει ένα γερό κι ηλιοκαμένο νέο (γυρίζει από τους αγρούς στη δύση του ήλιου), που ζει μέσα στη φύση, κομμάτι απ' αυτή, με αληθινά κι άδολα αισθήματα, κι ένα νεαρό αστό ωχρό σαν άρρωστο που φαίνεται ξένος μέσα στη φύση που τον περιβάλλει, κομμάτι του ανήλιαγου κι αρρωστημένου κόσμου που τον διαμόρφωσε έτσι που να ταιριάζει μ' αυτήν την αλλοτριωμένη Κάκια.
Ο Κονδυλάκης μας υποβάλλει εδώ πολύ καθαρά τις αντιλήψεις του για την επίδραση του χώρου στη διαμόρφωση του ανθρώπου[27].
Στο ένα άκρο της αφηγηματικής δημιουργίας του Κονδυλάκη βρίσκεται ο «Πατούχας», η ακατέργαστη φύση. Στο άλλο άκρο βρίσκεται ο Παύλος Δαμουλής του «Μαύρου γάτου» ή ο Κωστής Σιγούρης, ο «Πάροικος», και τα κοινωνικά αποβράσματα των «Αθλίων των Αθηνών».
Κι αν η Φύση είναι συμπαραστάτης του ανθρώπου όπως φαίνεται στα δημοτικά μας τραγούδια[28], δημιούργημα της ελληνικής υπαίθρου, η ίδια η Φύση είναι αδιάφορη στα ανθρώπινα παθήματα των αστών, όπως καθαρά δηλώνεται στο διήγημα «Ο μαύρος γάτος»:
«Ήτο Κυριακή. Μετά πολυημέρους κακοκαιρίας, ο ήλιος ανεφάνη φαιδρός, δια να δώση μίαν ωραίαν χειμερινήν ημέραν εις τους Αθηναίους. Κι ενώ με τον Αλκιβιάδην κατεβαίνομεν διά της οδού Λυκαβηττού, επανήρχοντο εις το πνεύμα μου σκέψεις τας οποίας πολλάκις έκαμα διά την απάθειαν της Φύσεως προς τας αθλιότητας αίτινες σύρονται εις τας οδούς ή κατάκεινται επί των πεζοδρομίων, προς την συννεφιάν και την οδύνην την οποίαν έχομεν εις την ψυχήν». (ό.π., σελ. 79).
Συμπερασματικά, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε πως στα αφηγήματα που έχουν αντικείμενο αναφοράς την (κρητική) ύπαιθρο, οι ατομικοί ήρωες είναι φορείς συλλογικών αξιών, βρίσκονται σε αρμονία με το φυσικό αλλά και το -στις περισσότερες περιπτώσεις- κοινωνικό περιβάλλον, ζουν κι κινούνται σ' έναν κόσμο συγκροτημένο με σαφείς πολιτισμικούς κώδικες. Οι ήρωές τους, και όταν ακόμη αποκλίνουν από τους κώδικες κοινωνικής συμπεριφοράς, είναι προς την κατεύθυνση της φύσης και των ζωικών αξιών (Πατούχας). Στα αφηγήματα του αγροτικού χώρου οι χαρακτήρες είναι στέρεοι, εσωτερικά συνεπείς και συνήθως δικαιώνονται από την τελική έκβαση του μύθου.
Το αξιακό (σύστημα που αντιστοιχεί σ' αυτά τα χαρακτηριστικά κωδικοποιείται σε μια σχέση ισορροπίας ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία, στη φύση και τον πολιτισμό:
άτομο = κοινωνία / φύση = πολιτισμός
Στην κατηγορία των αφηγημάτων που διαδραματίζονται στον αστικό χώρο, αντίθετα, οι ήρωες είναι μοναχικοί, ανασφαλείς, συχνά με διαταραγμένο ψυχισμό, δηλαδή σε δυσαρμονία με τον εαυτό τους και το κοινωνικό (και φυσικό) περιβάλλον. Οι κοινωνικοί κώδικες δε λειτουργούν ή λειτουργούν παραμορφωτικά. Η δυστυχία, η αποτυχία, η καταστροφή του ήρωα (αρνητική έκβαση του μύθου) αποκαλύπτουν την κρίση του αξιακού συστήματος.
Τα χαρακτηριστικά αυτά εκφράζουν μια σχέση δυσαρμονίας ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία, στη φύση και τον πολιτισμό, που κωδικοποιείται ως εξής:
άτομο vs κοινωνία / φύση vs πολιτισμός
Στην τρίτη κατηγορία των μικτών αφηγημάτων διαπιστώνεται μια ορισμένη αντιπαράθεση ή σύγκρουση ανάμεσα στους ανθρώπους της αστικής και της αγροτικής κουλτούρας. Στην αντιπαράθεση αυτή, οι εκπρόσωποι της αστικής κουλτούρας αποτυγχάνουν ή γελοιοποιούνται («Όταν ήμουν δάσκαλος». «Ο Επικήδειος») ή αποδεικνύεται στην πράξη ότι οι δυο κόσμοι είναι ασύμβατοι («Η Κάκια μας»).
Εάν συνυπολογίσουμε το δεδομένο ότι οι ήρωες του αστικού χώρου δυστυχούν, αποτυγχάνουν ή οδηγούνται στην (αυτο-) καταστροφή, ενώ οι ήρωες του αγροτικού χώρου δικαιώνονται, αποκαθίστανται ή ευτυχούν, οδηγούμαστε στη συγκρότηση ενός συνολικού αντιθετικού συστήματος, το οποίο δομεί ολόκληρο το έργο του Κονδυλάκη
Αγροτικός χώρος: Αστικός χώρος:
Χαρακτήρες υγιείς, εσωτερικά συνεπείς, ισορροπημένοι Χαρακτήρες νοσηροί, σε εσωτερική σύγκρουση
Ενεργό αξιακό σύστημα Αξιακό σύστημα σε κρίση
Άτομο = κοινωνία Ατομο vs κοινωνία
Φύση = Πολιτισμός Φύση vs Πολιτισμός
↓ ↓
Σημασιοδότηση Θετική Σημασιοδότηση Αρνητική
Από τα παραπάνω προκύπτει ως τελική αξιολόγηση, η ανωτερότητα του αγροτικού πολιτισμού έναντι του αστικού ή οπωσδήποτε η αμφισβήτηση της αντίληψης για την ανωτερότητα του αστικού πολιτισμού έναντι του αγροτικού.
Θα μπορούσε άραγε να είναι αυτό ένα από τα ουσιαστικά μηνύματα του «δάσκαλου» Κονδυλάκη στο σημερινό Έλληνα
[1] Δημήτρη Γιάκου: «Ο Κονδυλάκης και τα Νεοελληνικά γράμματα», περ. «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ», τόμος 72ος, τεύχος 851, Χριστούγεννα 1962 (Αφιέρωμα στον Κονδυλάκη), σελ. 70.
[2] Φράσεις του Κονδυλάκη: «Ο Πατούχας», εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήναι, σελ. 36, 32.
[3] Ό.π.
[4] Δημήτρη Γιάκου: «Ο Κονδυλάκης και τα Νεοελληνικά γράμματα», περ. «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ», τόμος 72ος, τεύχος 851, Χριστούγεννα 1962 (Αφιέρωμα στον Κονδυλάκη), σελ. 70.
[5] Σύμφωνα με τον Κώστα Στεργιόπουλο: «Το διήγημα του Κονδυλάκη χτίζεται γρήγορα και στερεά. Σπάνιες είναι οι περιγραφές του χώρου. Συνήθως, προέχει η αφήγηση και ο διάλογος, ενώ το περίγυρο δίνεται συμπτωματικά και υπάρχει μόνο σαν ατμόσφαιρα», περ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τόμος 72ος, τεύχος 851, σελ 10. Δες και Άλκη Θρύλου: «Ο Ιωάννης Κονδυλάκης», ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τευχ. 141, 1 Νοεμβρίου 1932, σελ. 1164.
[6] Βλ. Ανδρέα Καραντώνη: «Ο ονειροπαρμένος τράγος», ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τόμος 72ος, τεύχ. 851. σελ. 64: «Ο Πατούχας είναι ο «φυσικός άνθρωπος», δηλ. ο άνθρωπος που αναπτύσσεται ανεμπόδιστα σε μια αρμονική συγχορδία ενστίκτων. Είναι ο άνθρωπος που δεν ξέρει από εξέλιξη, κοινωνία, εκλέπτυνση, διανόηση, πολιτισμό. Μας φαίνεται όχι πως υπάρχει στατικά, μα πως κάθε στιγμή «πηγάζει» από τα πιο βαθιά στρώματα της ζωής, έτοιμος να ξαναγυρίσει σ' αυτά και να ξαναβρεί την πρώτη του ενότητα με τις δυνάμεις που τον έπλασαν.»
[7] Η μοναξιά, όμως, είναι περισσότερο αίσθηση παρά πραγματικότητα. Για τους ανθρώπους που ζουν κοντά στη φύση δεν υπάρχει η αίσθηση της μοναξιάς ακόμη κι όταν είναι μόνοι. Τούτο μπορεί να γίνει κατανοητό με την παράθεση δύο αποσπασμάτων, το ένα από τον «Πατούχα» και το άλλο από το διήγημα «Ο Πάροικός μου»:
«Όταν επανήλθεν εις τα βουνά του, σαν να έφυγε μία ομίχλη σκοτεινή από τον εγκέφαλό του και ένα βάρος που εδέσμευε τα μέλη του. Του εφαίνετο ότι ήτο ελεύθερος, όπως τα πουλιά που επετούσαν γύρω του…Όλα, ζωντανά και άψυχα, του εγελούσαν με στοργήν, την οποίαν μόνον εις το μητρικόν ίσως πρόσωπον έβλεπε.» («Ο Πατούχας», ό.π., σελ. 33-34). Αλλά αν ο Πατούχας χαίρεται και αισθάνεται απελευθερωμένος -αν και μόνος- κοντά στην άγρια φύση σαν να είναι στην αγκαλιά της Μεγάλης Μάνας, ο Κωστής Σιγούρης του άλλου διηγήματος, αισθάνεται μέσα στο νοικιασμένο του δωμάτιο στην πολυάνθρωπη Αθήνα, πολύ διαφορετικά:
« - Πώς ήθελα να κάνω τη νύκτα μέρα, να έχω συντροφιά, να μη κοιμούμαι. Την νύκτα, όταν απομονωθώ εις το δωμάτιόν μου, νομίζω ότι είμαι μόνος εις τον κόσμον, ότι γύρω μου απλούται ερημία και θάνατος»: Ιωάννη Κονδυλάκη, «Όταν ήμουν δάσκαλος και άλλα διηγήματα», εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1988, σελ. 198 (πρώτη έκδοση του 1916 από τη «Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη Φέξη»).
[8] Ιω. Κονδυλάκη, «'Οταν ήμουν δάσκαλος και άλλα διηγήματα, ό.π., («Ο πάροικος μου), σελ. 195.
[9] Ο ίδιος ο Κονδυλάκης μιλάει σ' ένα του χρονογράφημα στην εφημερίδα «Εμπρός» το Νοέμβριο του 1896, με την επωνυμία ΔΙΑΒΑΤΗΣ, για το κωμικό στοιχείο στην αφήγηση:
«Και από τα τραγικώτερα των γεγονότων δύσκολα να λείψει το κωμικόν. Δια τούτο οι αληθέστεροι των δραματικών ποιητών είναι εκείνοι, οι οποίοι εις τας τραγωδίας των παρεισάγουν και εν κωμικόν πρόσωπον, το οποίον μετριάζει την στυγνήν μονοτονίαν της τραγωδίας, εξαίρει αφ' ετέρου δια της αντιθέσεως τους τραγικούς χαρακτήρας και δίδει άρτιον τον χρωματισμόν της αληθείας εις το έργον». (Χρονογράφημα με τίτλο «ΦΕΡΤΕ ΑΡΜ!», στη ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, ό.π., σελ. 53).
Στο ίδιο περιοδικό (σελ. 11) ο Κώστας Στεργιόπουλος («Το διήγημα του Κονδυλάκη») αναφέρει για το χιούμορ στην αφήγηση του Κονδυλάκη:
«Ύφος τόσο λιτό και απαλλαγμένο από σχήματα, θα κινδύνευε ίσιος να είναι ξερό αν δεν υπήρχε το χιούμορ. Το χιούμορ και η παραστατική δύναμη, δυο από τα πιο αυθεντικά γνωρίσματά του, είναι εκείνα που δίνουν τη γλαφυρότητα στην αφήγηση. Λίγο «αττικόν άλας» σε κρητικό ηθογραφικό πλαίσιο. Το ευτράπελο με το δραματικό συναγωνίζονται συνήθως στις σελίδες του. Άλλοτε το δραματικό επικρατεί, και το ευτράπελο του δίνει εντονότερο χαρακτήρα· άλλοτε επικρατεί το ευτράπελο και το δραματικό μένει σαν δευτερεύουσα νότα. Μα και στη μια και στην άλλη περίπτωση, το χιούμορ αποτελεί φυσικό και αβίαστο στοιχείο του ύφους του, ένα στοιχείο πότε πικρό και πότε «πνευματώδες» που σχολιάζει και ταυτόχρονα σκιαγραφεί —κι από την άποψη αυτή, ανήκει στους «διασκεδαστικούς» συγγραφείς, με τη σημασία που έδινε στη λέξη ο Ξενόπουλος.»
Για το χιούμορ στα χρονογραφήματα του Κονδυλάκη μιλάει κι ο Κωστής Παλαμάς (: «Ο Κονδυλάκης», εφημερίδα «Εμπρός», 26 και 27 Ιουλίου 1920 -αναδ. περ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, ό.π., σελ. 13). 10. «Ο πάροικος μου» ό.π., σελ. 197.
[10] «Ο πάροικός μου», ό.π., σελ. 197.
[11] Πρόκειται για αφήγηση σε δεύτερο επίπεδο. Πρόκειται για όρο της σύγχρονης αφηγηματολογίας που εισήγαγε ο Gerard Genette (Figures II, ed. du Seuil, Paris 1969, σελ. 202 και Figures III. Seuil. Paris 1972, σελ. 239, 241-242) για να αποδώσει μια αφηγηματική φόρμα που ανάγεται στις ρίζες της επικής ποίησης (π.χ. ο συγγραφέας - αφηγητής βάζει τον Οδυσσέα να αφηγείται τις περιπέτειες του στην αυλή των Φαιάκων). Εδώ ο συγγραφέας - αφηγητής μεταφέρει την αφήγηση του χωρικού αγωγιάτη.
[12] Ιω. Κονδυλάκη: «Όταν ήμουν δάσκαλος και άλλα διηγήματα». Εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1988, σελ. 141-142 («Ο Βρυκόλακας»).
[13] «Ο Βρυκόλακας», ό.π. σελ. 139.
[14] Ο Ε.Π.Λ. συνενώνει εξωτερικά τον ευθύ και τον πλάγιο λόγο. Είναι τριτοπρόσωπη αφήγηση (λόγος του αφηγητή) που μεταφέρει όμως σχεδόν κατά λέξη τον (ευθύ) λόγο του ήρωα. Ο Ε.Π.Λ. ανήκει έτσι και στον αφηγητή και. στον ήρωα (λόγος διφωνικός). Η ιδιοτυπία του λόγου αυτού είναι ότι έχει μεγάλη ελαστικότητα καθώς μπορεί να χρωματίζεται από τη συμφωνία του αφηγητή με το λόγο του ήρωα ή να φτάνει ως την εσωτερική διαμάχη μαζί του, ανάλογα με τον επιτονισμό.
Ο Ε.Π.Λ. είναι πεδίο έρευνας της γλωσσολογίας, της ρητορικής και της υφολογίας, /.at υπάρχει μεγάλη ξενόγλωσση βιβλιογραφία. Πολύ διαφωτιστικό είναι το άρθρο του Massimo Peri: «Στην οδό προς τον ελεύθερο πλάγιο λόγο: παρέμβαση, υποκατάσταση, διαπλοκή». Περιοδικό «Ελληνικά», τόμ. 39ος , Θεσσαλονίκη 1988.
[15] Όρος της αφηγηματολογίας που εισάγεται από τον G.Genette και συνδέεται και με την εστίαση (προοπτική). Βλ. G. Genette, «Figures III», Seuil, Paris 1972, sel. 184-187.
[16] Η εστίαση είναι όρος του G. Genette, που αντικατέστησε την «οπτική γωνία» ή την «προοπτική». Με την τυπολογία του Genette αποφεύγεται η σύγχυση ανάμεσα στο ποιος «βλέπει» και ποιος «λέει»: α) Εσωτερική εστίαση (καθορισμένη / μεταβλητή / πολλαπλή): Ο αφηγητής λέει ό,τι ξέρει ένα ορισμένο πρόσωπο.
β) Εξωτερική εστίαση: ο αφηγητής λέει λιγότερα απ' όσα ξέρει οποιοδήποτε πρόσωπο (η εστία τοποθετείται έξω από τα πρόσωπα).
γ) Μη εστιασμένη αφήγηση: Ο αφηγητής γνωρίζει (ή λέει) περισσότερα απ' οποιοδήποτε πρόσωπο (παντογνώστης αφηγητής).
[17] Βλ. Δημ. Γιάκου: «Ο Κονδυλάκης και τα νεοελληνικά γράμματα», ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, ό.π. σελ. 72-73 και Νίκου Στρατάκη: «Ο Ιωάννης Κονδυλάκης ως καθαρευουσιάνος και πρωτοπόρος στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα», ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, ό.π. σελ. 74-76.
[18] Ο Πέτρος Γλέζος χαρακτηρίζει το χρονογράφο Κονδυλάκη προ παντός «διδακτικό»: «Ο Ιωάννης Κονδυλάκης και το χρονογράφημα». ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, ό.π. σελ. 17.
[19] «Ο πάροικός μου», ό.π. σελ. 194-195.
[20] Όπ.π. σελ. 206.
[21] «Ο μαύρος γάτος», διήγημα που περιλαμβάνεται στη συλλογή «Όταν ήμουν δάσκαλος», εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1988 (σελ 60-82). Η αναφορά γίνεται στη σελίδα 68.
[22] Νίκος Στρατάκης: «Ο Ιωάννης Κονδυλάκης ως καθαρευουσιάνος και πρωτοπόρος στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα». ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, ό.π.: «Ζήτησε ο Κονδυλάκης με το έργο του αυτό να γίνει ο ψυχοανατόμος, ο ερευνητής και ο ζωγράφος της τοτινής κοινωνίας των Αθηνών. Και έτσι πάνω στο σκελετό, πάνω στη σπονδυλική στήλη του μύθου αυτού σώρεψε ένα πλήθος καταστάσεις, επεισόδια και ευρήματα και μας έδωσε ένα συνθετικό και κραυγαστικό πίνακα της τοτινής κοινωνίας.» (σελ. 75).
[23] «Ιωάννου Κονδυλάκη», ΑΠΑΝΤΑ, εκδ. Π. Οικονόμου, Αθήναι 1969. «Οι Άθλιοι των Αθηνών» περιέχονται στο Β’ τόμο (σελ. 100-324). Το συγκεκριμένο απόσπασμα (Α΄ μέρος, β΄ κεφάλαιο), στη σελίδα 105.
[24] «Όταν ήμουν δάσκαλος», ό.π. σελ. 12.
[25] Ο Δημ. Γιάκος (ό.π., σελ. 70) κατατάσσει τον ήρωα αυτό ανάμεσα στους «παθολογικούς» ήρωες του Κονδυλάκη, τον Παύλο Δαμουλή του «Μαύρου γάτου» και τον Κωστή Σιγούρη, τον «Πάροικο», κι έτσι το τέλος του είναι ο θάνατος, όπως και στους άλλους: «Μόνο στο θάνατο θα μπορούσε να τους οδηγήσει η βαθύτατα τραυματισμένη ψυχή τους, το δραματικά σαλεμένο πνεύμα τους».
[26] «'Όταν ήμουν δάσκαλος», ό.π. Το διήγημα «Η Κάκια μας» είναι στις σελ. 207-214. Το απόσπασμα αυτό αποτελεί την κατακλείδα του-διηγήματος (σελ. 213-214).
[27] Θα μπορούσε να διαπιστώσει κανείς εδώ επίδραση των ιδεών του Ζαν-Ζακ Ρούσσο· σύμφωνα με τον Ρουσσό ο άνθρωπος δημιουργήθηκε καλός, ελεύθερος, ευτυχισμένος- η κοινωνία τον έκανε κακό και δυστυχισμένο. Η επιστροφή στη φύση μπορεί να τον σώσει. Ο ήρωας είναι καλός γιατί ζει κοντά στη φύση. Η Κάκια επίσης είναι καλή, όσο είναι μικρή, και σύμφωνη με τη φύση της· οι κοινωνικές συμβάσεις τη «διαφθείρουν».
[28] Το στοιχείο αυτό αποτελεί κοινό τόπο και δεσπόζον διακριτικό στοιχείο των δημοτικών μας τραγουδιών, δημιούργημα του αγροτοκτηνοτροφικού πολιτισμού της ελληνικής υπαίθρου. Περισσότερα για το φαινόμενο, Βλ. Ερατοσθένη Γ. Καψωμένου: «ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ —Μια διαφορετική προσέγγιση», Νέα έκδοση αναθεωρημένη και συμπληρωμένη, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα 1996, σελ. 53-55, σελ. 185 και σελ. 216-219.