Κυριακή, Νοέμβριος 24, 2024

Έδρα της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών είναι τ’[ο] Αλικιανού ή ο Αλικιανός (ως θηλυκό, “η Αλικιανού” αναφέρεται από τον ιστορικό Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο). Η ιστορική κωμόπολη του Αλικιανού ανήκει στην επαρχία Κυδωνίας του Νομού Χανίων και είναι η έδρα του Δήμου Μουσούρων. Βρίσκεται 12 χλμ. ΝΔ των Χανίων, σε κατάφυτο λεκανοπέδιο, που διασχίζει ο ποταμός Καιρίτης, ο αρχαίος Ιάρδανος.

Το τοπωνύμιο ετυμολογείται  από το ησιόδειο επίθετο “αλικίνος”, που σημαίνει δυνατός, οχυρός, και συσχετίζεται με τη στρατηγική σημασία της θέσης, που ελέγχει την πρόσβαση προς την ορεινή Κυδωνία. Μια άλλη ετυμολογία, εξίσου εύλογη, είναι από το νεότερο ουσιαστικό “χαλικιάς” > Χαλικιανός > Αλικιανός, τόπος γεμάτος χαλίκια, που συσχετίζεται με το γεγονός ότι παλαιότερα σημαντικό τμήμα του κάμπου ήταν άγονος χαλικιάς, από τα χαλίκια που κατέβαζε ο ποταμός Καιρίτης τους χειμερινούς μήνες (σημειώνομε εδώ ότι ανάλογο τοπωνύμιο, σε συνδυασμό με την ύπαρξη “χαλικιά”, οφειλόμενη σε παρακείμενο χείμαρρο, συναντούμε στα ελληνόφωνα χωριά της ορεινής Καλαβρίας, στην Κάτω Ιταλία (το χωριό “Χαλικιανό”).

Η ύπαρξή του Αλικιανού, μ' αυτό το όνομα, είναι γνωστή από τα χρόνια της βενετοκρατίας. Στην εποχή της βενετοκρατίας τ’ Αλικιανού ήταν φέουδο των Βενετών ευγενών  Da Molin, ο πύργος των οποίων βρισκόταν στο κέντρο του χωριού. Τα ερείπια του “πύργου” των Δαμολίνων (έτσι ονομάζεται ως σήμερα) σώζονταν μέχρι πρό τινος μέσα “στου Καρδάμη το περβόλι”. Ο Στέργιος Σπανάκης διασώζει την πληροφορία ότι ο πύργος αποτελούνταν από τρία χωριστά οικοδομήματα, το αρχαιότερο από τα οποία κτίστηκε από τον γενάρχη της οικογένειας, Marco da Molin, που ήρθε στην Κρήτη από τα πρώτα χρόνια της βενετοκρατίας, το 1229. Ήταν ένα οχυρό οικοδόμημα, με ψηλό πύργο και οδοντωτό προμαχώνα στην κορυφή, που ο λαός το ονόμαζε “βίγλα” (παρατηρητήριο)· ένδειξη ότι  το περιβάλλον των ντόπιων ήταν εχθρικό. Ο πύργος εκείνος είχε το οικόσημο των Μολίνων, ένα μύλο με τη λατινική επιγραφή “Circumago non flecto” (=γυρίζω, μα δεν κάμπτομαι). Στην είσοδο είχε την επιγραφή “Omnia mundi fumus et umbra”[1]. Τα νεότερα οικοδομήματα ήταν πολύ ευρύχωρα (η αίθουσα τελετών χωρούσε 300 καλεσμένους), με πολυτελή διακόσμηση, ελαιογραφίες, πελώριους καθρέφτες, εκατόφωτο πολυέλαιο και επίχρυσα ανάγλυφα στις πόρτες.

Κατά την επανάσταση της Δημοκρατίας του Αγίου Τίτου, το 1363, δύο μέλη της οικογένειας, ο Γεώργιος και ο Τζανάκης, “ωμολόγησαν πατρίδα την Κρήτη και ησπάσθησαν την πίστην των εντοπίων”, θυσιάζοντας τη ζωή τους, κοντά στους εξεγερμένους Κρητικούς. Η οικογένεια Da Molin και ο πύργος τους στ' Αλικιανού συνδέονται με την τραγική κατάληξη της επανάστασης του 1527  κατά των Βενετών (ή, του 1571, σύμφωνα με άλλους μελετητές), που περιγράφει ο Σπυρ. Ζαμπέλιος στο ιστορικό του μυθιστόρημα “Κρητικοί Γάμοι”. Επικεφαλής της επανάστασης ήταν ο Γεώργιος Καντανολέων ή Λισογιώργης, της βυζαντινής οικογένειας των Σκορδιλών, από το Χριστογέρακο.

Ο Καντανολέων (ή Καντανολέος, στη νεοελληνική λαϊκή εκδοχή του ονόματος), μαζί με άλλους αρχηγούς της Δυτ. Κρήτης, του Φωτεινούς, τους Μουσούρους, τους Κόντους, τους Πάτερους, οχυρώθηκαν σε φρούρια που έχτισαν στην κοιλάδα Οφιδόσυρμα και στα Μεσκλά, έγιναν κύριοι της Κυδωνίας, του Σελίνου, των Σφακίων και μεγάλου μέρους της πεδιάδας των Χανίων, ανακήρυξαν ρετούρη το Γεώργιο Καντανολέο και άρχισαν να εισπράττουν φόρους για λογαριασμό της επαναστατικής κυβέρνησης. Ο Καντανολέων, αξιοποιώντας - κατά τη μυθιστορηματική εκδοχή της ιστορίας -  το ειδύλλιο ανάμεσα στο γιο του Πέτρο και την κόρη του Βενετού άρχοντα Σοφία, πρότεινε στον Δαμολίνο να συμπεθερέψουν και να προωθήσουν από κοινού μια έντιμη συνθήκη με τη βενετική αρχή, που να εξασφαλίζει την ειρηνική συνύπαρξη. Ο Δαμολίνος δέχτηκε την πρόταση του συνοικεσίου, αλλά συνεννοήθηκε μυστικά με τις βενετικές αρχές και την κεντρική διοίκηση στο Χάνδακα, η οποία ετοίμασε και προώθησε στην περιοχή καλά εξοπλισμένο στρατό 2000 ανδρών, με ισχυρό ιππικό και αρχηγό τον Gabutio da Colalto.

Οι Δαμολίνοι υποδέχτηκαν φιλόφρονα τον Καντανολέο με τους αρχοντορωμαίους και τη συνοδεία τους, 350 άνδρες και 100 γυναίκες, έγιναν μεγαλοπρεπείς γάμοι στη βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Αλικιανού και ακολούθησε μέσα σε γενική ευφορία, το καθιερωμένο γαμήλιο κρητικό γλέντι, με τραγούδια, χορούς και άφθονο κρασί, στο οποίο οι Βενετοί είχαν φροντίσει να βάλουν ισχυρό υπνωτικό. Τις πρώτες πρωινές ώρες και ενώ όλοι οι Κρητικοί, άνδρες και γυναίκες ήταν αναίσθητοι, δόθηκε σήμα στο βενετικό στρατό, που έκανε έφοδο και συνέλαβε τους επαναστάτες, οι οποίοι δεν κατάλαβαν πώς βρέθηκαν δεμένοι και γελούσαν, νομίζοντας πως τους έκαναν αστείο οι δικοί τους. Το πρωί, μπροστά στο δικαστήριο των Βενετών, ο Γεώργιος Καντανολέων, ντυμένος με κόκκινη στολή, απάντησε περήφανα πως ασκούσε τα καθήκοντά του ως εκπρόσωπος των προηγουμένων αρχόντων της Κρήτης, των Βυζαντινών. Οι Βενετοί τον κρέμασαν αμέσως, μαζί με δυο γιούς του, σ' έναν πρίνο στην αυλή του πύργου στ' Αλικιανού, ενώ τους υπόλοιπους – ανάμεσά τους τους πιο επιφανείς από τους Μουσούρους, Κόντους και Πάτερους – αφού τους χώρισαν σε 4 ομάδες, τους κρέμασαν στην Πόρτα των Χανιών, στο δρόμο προς το Ρέθυμνο (ένα σε κάθε μισό μίλι), στο Χριστογέρακο και στα Μεσκλά.

Αυτή ήταν η τραγική κατάληξη της επανάστασης του 1527 κατά των Βενετών, που ανέδειξε τον Καντανολέο σε τοπικό ήρωα[2]. Τις σχετικές πληροφορίες διασώζει ο Ant. Trivan[3], από τον οποίο αντλεί και ο Σπυρ. Ζαμπέλιος την ύλη του ιστορικού του μυθιστορήματος. Νεότεροι ερευνητές, ο Στέργιος Σπανάκης και ο Ν. Ζουδιανός, βασισμένοι σε πηγές άγνωστες σε παλαιότερους μελετητές, τον Gerola και τον Ξανθουδίδη, οι οποίοι είχαν αμφισβητήσει την αλήθεια της διήγησης του Trivan, επιβεβαιώνουν την ιστορική βάση του μυθιστορήματος του Ζαμπελίου[4]. Είναι αξιοσημείωτο ότι στ' Αλικιανού υπάρχει ως σήμερα οικογένεια Νταμηλήδων – Νταμηλάκηδων (Da Molin = Νταμηλής, με προληπτική αφομοίωση), ενώ στο χωριό και στην ευρύτερη περιοχή διασώζονται επίσης τα οικογενειακά ονόματα Φωτεινοί (– Φωτεινάκηδες), Πάτεροι (– Πατεράκηδες), Κόντοι (– Κοντουδάκηδες) και Μουσούροι (–Μουζουράκηδες).

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η περιοχή Αλικιανού έγινε επανειλημμένα πεδίο ιστορικών γεγονότων και επίκεντρο επαναστατικής δράσης. Στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης,  οι επαναστάτες, με αρχηγούς τον Πρωτοπαπαδάκη και τον Βουρδουμπά, κατέλαβαν, το έτος 1823, και κράτησαν για ικανό διάστημα υπό τον έλεγχό τους  ολόκληρο το λεκανοπέδιο Αλικιανού.

Κατά την Επανάσταση του 1866, ο Μουσταφά πασάς έφτασε με πολυάριθμο στρατό στ' Αλικιανού, στρατοπέδευσε και άρχισε τις επιχειρήσεις ενάντια στους επαναστάτες στην ορεινή Κυδωνία. Κάλεσε τους Λακιώτες να παραδοθούν κι όταν αρνήθηκαν, έκαψε το χωριό. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, οι Λακιώτες Γιάνναρης, Μάντακας και Βολάνης, έκαμαν αιφνιδιαστική επιδρομή στ’ Αλικιανού, σκότωσαν 29 Τούρκους και λεηλάτησαν τις περιουσίες τους, εκδικούμενοι την καταστροφή του χωριού τους. Ύστερα από την Επανάσταση του 1866, ο Τούρκος διοικητής της Κρήτης, Χουσεΐν Αυνή πασάς, προκειμένου να ελέγξει την ανυπότακτη ύπαιθρο, κατασκεύασε, στα τέλη της δεκαετίας του 1860, μια αλυσίδα φρουρίων σε όλη την ημιορεινή ζώνη και εγκατέστησε μόνιμη φρουρά. Ένας απ’ αυτούς τους πύργους χτίστηκε στον στρατηγικής σημασίας λόφο που δεσπόζει της κωμόπολης Αλικιανού. Απ' αυτόν προέκυψε το τοπωνύμιο “Πύργος” για την περιοχή που θα στεγάσει αργότερα τα Εκπαιδευτήρια Κυδωνίας και το σημερινό Ίδρυμα Καψωμένου. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ο πύργος καταλήφθηκε και κατεδαφίστηκε από τους ντόπιους στη διάρκεια της “τυχερής Επανάστασης”.

Στην επανάσταση του 1878, ο Χατζή Μιχάλης Γιάνναρης εγκατέστησε στ' Αλικιανού το  αρχηγείο του και ανάγκασε τους Τούρκους να υποχωρήσουν. Στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης διασώζονται, σύμφωνα με πληροφορία του Γεωργίου Δ. Καψωμένου, ιδιόγραφα του Χατζή Μιχάλη, όπου αναφέρεται ότι “η Επαναστατική Επιτροπή συνεδρίασε στη συνοικία Καστελλιανά του Αλικιανού".

Στην ύστερη περίοδο της Τουρκοκρατίας ζούσε στ' Αλικιανού ο αιμοβόρος γιανίτσαρος Αρίφ Σουλάκης, που τρομοκρατούσε την περιοχή. Το 1887 τον σκότωσαν μέσα στο σπίτι του ο Δημητρογιάννης από το Βατόλακκο και ο Αλικιανιώτης  Νικόλας Λουλαδάκης.

Στην Επανάσταση του 1897 αποβιβάστηκε στον κόλπο της Κισσάμου ο Τιμολέων Βάσσος, επικεφαλής ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, με την εντολή να καταλάβει, σε συνεργασία με τους επαναστάτες, την Κρήτη και να κηρύξει την ένωσή της με την Ελλάδα. Ο Βάσσος εγκατέστησε το αρχηγείο του στ' Αλικιανού, στο οικοδομικό συγκρότημα του Μετοχιού Ησυχάκη, που διασώζεται ως σήμερα,  και από κει εξορμούσε ενάντια στους Τούρκους των Χανίων.

Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης, η περιοχή  Αλικιανού έγινε θέατρο σφοδρών συγκρούσεων, καθώς άντρες και γυναίκες από την ευρύτερη περιοχή - ηλικιωμένοι και παιδιά κυρίως, που δεν είχαν επιστρατευτεί στον ελληνοϊταλικό πόλεμο - έτρεξαν να υπερασπίσουν τη γη τους ενάντια στους πάνοπλους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές. Στη μάχη αυτή αναδείχτηκε  ήρωας της τοπικής αντίστασης ο Εμμανουήλ Θ. Παπαδερός, τραυματίας του αλβανικού  μετώπου, που καθήλωσε μόνος του ολόκληρη μονάδα αλεξιπτωτιστών και κατέρριψε δύο αεροπλάνα, πριν πέσει νεκρός από τα πυρά των Γερμανών. Τον Παπαδερό, επειδή ήταν στρατιώτης, τον τίμησαν οι Γερμανοί για την ηρωική του αντίσταση, απονέμοντας στους γονείς του, όταν επικράτησαν, μετάλλιο ανδρείας για το νεκρό γιο τους. Για την αντίσταση όμως των αμάχων οι κατακτητές  πήραν σκληρή εκδίκηση. Στις 2 Ιουνίου 1941, συνέλαβαν, με αιφνιδιαστικό μπλόκο, 48/60 Αλικιανιώτες, κατά το πλείστον ηλικιωμένους και εφήβους, και τους εκτέλεσαν  στον περίβολο της εκκλησίας του Τιμίου Σταυρού. Την 1η Αυγούστου 1941, αφού κάλεσαν τον κόσμο - που είχε, μετά την πρώτη εκτέλεση, καταφύγει στα ορεινά  - να επιστρέψει στα σπίτια του, έκαμαν μπλόκο και συνέλαβαν 118 πατριώτες από τ’ Αλικιανού και τα γύρω χωριά, κι αφού τους έβαλαν ν’ ανοίξουν τους λάκκους των, τους εδίκασαν με συνοπτικές διαδικασίες και τους εκτέλεσαν κοντά στη γέφυρα του ποταμού Καιρίτη. Τον ίδιο χρόνο, έκαψαν το χωριό Σκηνέ ως αντίποινα για την αντίσταση των κατοίκων. Τα παιδιά της περιοχής που μεγάλωσαν στην Κατοχή και στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο ήταν στην πλειοψηφία τους ορφανά.

Για τους αγώνες και τις θυσίες των κατοίκων της περιοχής, η 21η Μαΐου ανακηρύχθηκε από την πολιτεία, ύστερα από ενέργειες του Γεωργίου Δ. Καψωμένου, “ως ημέρα επισήμου τοπικής εορτής εν Αλικιανώ” (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, Φύλλο 243, Τεύχος Α΄, 5. 9. 1955).


[1] (:“'Ολα στον κόσμο είναι καπνός και σκιά”)· απόφθεγμα που έχει βρεθεί και σε άλλους βενετσιάνικους πύργους. Ανάγλυφο οικόσημο των  Da Molin βρέθηκε στην περιοχή, όχι μακριά από τον πύργο (Επετηρίς Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, τόμος Δ΄, σελ. 96).

[2] Ο Καντανολέων τιμάται μέχρι σήμερα από τους Αλικιανιώτες. Έχει δώσει το όνομά του στην τοπική αθλητική ομάδα και στους κατά καιρούς πολιτιστικούς συλλόγους του χωριού, αλλά και στο Σύλλογο  των Αλικιανιωτών της Αττικής.

[3] Ant. Trivan, “Varie cose di Candia” (Bibliotheque Nationale de Paris, Manuscr. Ital. No 2091, σελ. 64-75).

[4] Στέργιος Σπανάκης, Μνημεία, τ. ΙΙΙ, σελ. 135 κ.ε., Του ίδιου, Κρήτη, τόμ. Β΄Δυτική Κρήτη. Τουρισμός - Ιστορία - Αρχαιολογία, έκδ. Σφακιανάκη, Ηράκλειο, ά.έ., σελ. 42-46. Ν. Ζουδιανός, Ιστορία της Κρήτης, σελ. 208 κ.ε.. Πρβλ. G.. Gerola, Monumenti ecc., tom. I, XL, t. II 168, 309, t. III, 218, 222, t. IV, 230, 232, κ.α., Στεφ. Ξανθουδίδης, Ενετοκρατία, σελ. 119.